Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΓΝΩΣΗ

                                        ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΓΝΩΣΗ


Οι δρόμοι για την καθαρή γνώση είναι δυο ο ένας είναι αυτός της  αποκάλυψης και ο άλλος της επιστήμης. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.
Ο πρώτος δρόμος της αποκάλυψης συνήθως δημιουργεί θρησκείες, είναι περισσότερο υποκειμενικός δρόμος, η αλήθεια  μπορεί να αποκαλυφθεί σε έναν, η σε περισσότερους ανθρώπους, αλλά δεν παύει πάντα να ανήκει στον χώρο του υποκειμενισμού.
Η αποκάλυψη τώρα, από την άλλη μεριά, είναι το τέρμα της επιστήμης και της φιλοσοφίας, είναι αν θέλετε η κορωνίς, το βραβείο, το επιστέγασμα, το μέγιστο δώρο του ανθρώπου που ψάχνει τον εαυτό του και τους άλλους και επιτυγχάνεται με γνώση και μόνο γνώση.
Το τέλος αυτής της γνώσεως μετ’ επιστήμης βέβαια πάντα, δίνει σαν βραβείο αποκαλυπτικά την γνώση της απόλυτης αλήθειας  και αυτό όπως λέει ο Πλάτων έρχεται εξ’αίφνεις, όταν έχεις περάσει όλους τους αναβαθμούς, τότε και μόνο τότε σου αποκαλύπτεται το απόλυτο κάλλος όπως λέει στο συμπόσιο ή η οντολογική αλήθεια το αγαθόν όπως λέει στην πολιτεία.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο δρόμος της αποκάλυψης εμπεριέχει μέσα του στον υψηλότερο βαθμό του, το τέλος του δρόμου της επιστήμης.
Για τον Πλάτωνα δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο η φιλοσοφία μετ’επιστήμης για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στην εξ’αίφνης αποκάλυψη που αποτελεί για αυτόν το μέγιστο μάθημα τη μέγιστη γνώση.
Γιαυτό ο Πλάτων μη όντας  προικισμένος να του αποκαλύπτεται η αλήθεια χωρίς κόπο, αλλά με πολύ δουλειά επάνω στον εαυτό του και στους άλλους, μας λέει ότι για τον άνθρωπο, με την δυνατότητα που έχει η σκέψη του, μόνο αυτός είναι ο δρόμος για την γνώση της αλήθειας.
Ας δούμε τώρα τον άλλο δρόμο αυτόν της επιστήμης και πώς η πλατωνική φιλοσοφία εντάσσεται σ’αυτόν.
Ο δρόμος λοιπόν της επιστήμης επεξεργάζεται τα εκάστοτε προβλήματα  στο τραπέζι της, με απόδειξη, ενίοτε στον αισθητό και ενίοτε στον νοητό κόσμο.
Οι φυσικοί εξετάζουν τα όντα τους που ανήκουν στον αισθητό κόσμο και προσπαθούν να φτάσουν στο μικρότερο κομμάτι της ύλης δηλαδή στην αρχή του κάθε εξεταζόμενου φυσικού πράγματος. Οι μαθηματικοί προσπαθούν και αυτοί εξετάζοντας του αριθμούς σαν όντα να φτάσουν και αυτοί σε κάποια αρχή με μαθηματική σκέψη και με μαθηματικά εργαλεία όπως είναι η έννοιες του μεγαλύτερου του  μικρότερου και του ίσου η αποδεικτική διαδικασία και λοιπά, οι μαθηματικοί πάντα προσπαθούν να καταλήξουν σε ένα αποτέλεσμα, σε ένα συμπέρασμα που το ονομάζουν θεώρημα και αυτό ως περιέχον την αναλλοίωτον αποτελεί βάση για την επόμενη απόδειξη μέχρις ότου φτάσουν σε μια γενική εξίσωση των πάντων που να δίνει αληθές αποτέλεσμα για όλα τα μαθηματικά, και γενικά για όλα τα όντα. Τότε ο άνθρωπος θα έχει ανακαλύψει την μηχανή της αλήθειας και για κάθε πρόβλημα του θα έχει αληθή απάντηση και λύση.
Οι φιλόσοφοι τώρα στο δρόμο αυτό της επιστήμης χρησιμοποιώντας τα εργαλεία των μαθηματικών μια και αυτά εμπεριέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό αληθείας,  προσπαθούν να φτάσουν και αυτοί στην αρχή του όντος, στη μέγιστη αλήθεια. Η φιλοσοφία τείνει να φτάσει στην αρχή του όντως οντος, αυτό είναι το αντικείμενο της, όπως στους χημικούς αντικείμενο τους είναι τα στοιχεία της φύσεως. Αν δεχθούμε αυτή την παραδοχή μπορούμε να πούμε ότι η φιλοσοφία σε γενικές αρχές είναι επιστήμη έχουσα απόδειξη, αλλά όχι απόδειξη του αισθητού κόσμου, η απόδειξη της ανήκει στο νοητό κόσμο, ο οποίος είναι εξίσου πραγματικός όπως είναι και ο αισθητός.
Η δικαιοσύνη η ανδρεία, η σωφροσύνη, η σοφία, η οσιότητα, είναι όντα υπαρκτά και θέλουν και αυτά την επεξεργασία τους στο τραπέζι του φιλοσόφου, θέλουν και αυτά τον δικό τους κόσμο. Με αυτά ασχολείται η φιλοσοφία με τελικό προορισμό τον Υπερβάτη άνθρωπο, αυτόν  δηλαδή που έχοντας απαλλαγεί από όλες τις αντινομίες της φύσεως του, θα ζήσει κάποτε σε ένα άλλο κόσμο καθαρό, ένα κόσμο υπερβατικό, που θα έχει ξεπεράσει όλες τις αντινομίες ακόμα και την μεγαλύτερη από αυτές τον θάνατο και αυτό είναι δουλειά του φιλοσόφου.
Οι δυο αυτοί δρόμοι έχουν και γεωγραφική κατανομή η ανατολή (Ινδία Κίνα ) ακολουθούν την εσωτεχνική στροφή δηλαδή στροφή προς τα μέσα με τα διάφορα θεοσοφικά συστήματα ορίζουν το Θεό ως αυθεντική ύπαρξη ως τελειωμένο ον και ο κόσμος τείνει με τη κατάλληλη πίστη τελετουργίες ή θρησκευτικές τελετές να ενωθεί μαζί του. Ο άνθρωπος λοιπόν της ανατολής πάει αυτός να ενωθεί με το Θεό. Οι κινέζοι δεν έχουν αφηρημένη σκέψη περνάνε κατευθείαν στην ενόραση.
Από την άλλη μεριά τώρα στη δύση ( Ευρώπη Ελλάδα) το σύστημα σε αντίθεση με την ανατολή είναι εξωτεχνικό η δύση φτιάχνει αυτή το Θεό της δεν πάει ο άνθρωπος στον Θεό αλλα ο τελευταίος κατασκευάζει το Θεό του γιαυτο είπαμε ποιο πάνω ότι ο Θεός των Ελλήνων είναι υπό κατασκευή δεν είναι τελειωμένος. Η απορία του Αριστοτέλη (τί το ον το αεί ζητούμενον και αεί απορούμενον ) δεν είναι απορία για την ανατολή.
Από αυτές τις πραγματικότητες φαίνεται ότι οι έννοιες που είπαμε δικαιοσύνη σωφροσύνη κ.λ.π άλλο χαρακτήρα έχουν στην ανατολή και άλλο στη δύση. Στην ανατολή η δικαιοσύνη του γκουρού έχει ηθικό χαρακτήρα αυτή δουλεύει στο άτομο όχι στις δομές ενώ στην δύση η δικαιοσύνη επιδρά στις δομές επιδρά στα κέντρα των αποφάσεων είναι ον πολιτικό.
Η Ελληνική σκέψη η πλατωνική ελεύθερη σκέψη δεν δημιούργησε θεούς ατομικούς θεούς εξ’αποκαλύψεως ο φωτισμένος στη αλληγορία της σπηλιάς του Πλάτωνα αυτός που είδε το φως ο φιλόσοφος δηλαδή που με πολλές προσπάθειες βγήκε από το σπήλαιο και γνώρισε και είδε το φως της φιλοσοφίας πρέπει να ξανακατέβει στο σκοτεινό σπήλαιο και να προσπαθήσει να ελευθερώσει και άλλους να δουν το φως και άλλοι αυτή είναι η καθ’αυτού ηδονή του φιλοσόφου να μεταδώσει τη γνώση σε πολλούς, αν τώρα οι πολλοί τον σκοτώσουν όπως τον Σωκράτη είναι θέμα των πολλών όχι του φιλόσοφου γιατί όπως λεει στην απολογία του στους δικαστές μπορείτε να με σκοτώσετε αλλα κακό δεν μπορείτε να μου κάνετε. Η δομική θέση του Πλάτωνα είναι ότι ατομική σωτηρία δεν υπάρχει ή θα σωθεί όλη η πολιτεία ή τίποτα το να σωθεί μια τάξη έστω αυτή των φιλοσόφων δεν ωφελεί τίποτα την ανθρωπότητα, γιαυτό και η θέση του είναι ενάντια στους αναχωρητές. Αν λεει δεν επιστρέψει ο φιλόσοφος στο σπήλαιο δεν έχει κανένα λόγο να βγει απ’ αυτό.
Η σοφιστική τώρα σαν κακό παραβλάστημα της φιλοσοφίας που είναι μπερδεύει  επίτηδες αυτά τα δυο και ανάλογα χρησιμοποιεί την δικαιοσύνη είτε στην ηθική της μορφή είτε στην δομική της ανάλογα που την συμφέρει και ετσι μπερδεύει την λογική και αποπροσανατολίζει την όποια συζήτηση.
Ο θαυμασμός και ο ελεύθερος χρόνος είναι η απαρχή της ελεύθερης σκέψης. Η δύση ετσι όρισε την φιλοσοφία και γενικά την ελεύθερη σκέψη.
Η δύση με αυτό τον θαυμασμό όρισε το εξαίφνης που είπαμε και δεν περίμενε πότε θα του έρθει εκ’ Θεού αλλα το δόμησε και το ζήτησε οπότε αυτός ήθελε γιατί μπόρεσε να απαντήσει στο γιατί των πραγμάτων μπόρεσε να δικαιολογήσει γιατί π.χ τρέπεται το ε σε η σε ορισμένες λέξεις και ετσι προχώρησε στην αρχή των πραγμάτων αιτίασε το αίτιον του.
Οι αιώνιες ερωτήσεις τι, που, πότε, πώς, είναι οι βάσεις της φυσικής επιστήμης η βάση της φιλοσοφίας είναι το γιατί των πραγμάτων και η απόδειξη η διαλεκτική σε αυτό το γιατί απαντά.
Ο φιλόσοφος πρέπει να δώσει οδόν στην ανθρωπότητα για την κατασκευή αυτού του κόσμου, ο θεός του φιλοσόφου είναι ακόμα υπό κατασκευή.
Ας δούμε τώρα τι γίνεται με τις τέχνες και που αυτές ανήκουν.
Η ποίηση παράδειγμα ανήκει και στους δυο δρόμους, υπάρχει η ποίηση εξ’αποκαλήψεως και αυτή μετ’ επιστήμης. Η ερώτηση είναι πώς σε αυτούς που δηλώνουν ότι γράφουν τα ποιήματα τους αποκαλυπτικά, η έμπνευση έρχεται μόνο σε αυτούς και όχι σε όλους.
Η γνώμη μου είναι ότι ο ποιητής έχει προηγουμένως γνώση του ποιήματος του και έχει πολύ δουλέψει γιαυτο, τότε και μόνο τότε του έρχεται εξ’αίφνης η έμπνευση, τίποτα δεν είναι τυχαίο, εκτός αν ο ποιητής είναι από τι φύση του ενορατικός, πράγμα πολύ σπάνιο.
Ο ποιητής λοιπόν πρέπει να διαβάσει πολλά, για να γράψει ένα, πρέπει να καθίσει στον δρόμο της επιστήμης αρκετά και τότε και μόνο τότε η επιστήμη εξ’αίφνης πάντα, του αποκαλύπτει τα δώρα της, που πλέον ανήκουν στο κόσμο της αποκάλυψης, αλλά που δουλεύτηκαν στο δρόμο της επιστήμης όπως είπαμε. Αυτό συμβαίνει στις περισσότερες τέχνες, όλες οι εμπνεύσεις είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς στο δρόμο της επιστήμης. Αυτές οι κατηγορίες ποτέ δεν δημιουργούν θρησκείες γιατί όλα είναι αποδείξιμα δεν υπάρχει το μεταφυσικό μέσα τους έστω και αν η αποκάλυψη εμπεριέχει κάτι το μεταφυσικό.
Η μεταφυσική ανήκει στη τέχνη της φαντασίας μια τέχνη που ποτέ δεν ασχολήθηκαν οι Έλληνες. Οι τελευταίοι ήταν αυτοί που άνοιξαν και έδωσαν καινούργιους κόσμους στη σκέψη και γενικά στη διαλεκτική, όπως τον απειρικό και πάνω από όλα τον υποθετικό κόσμο. Αυτούς τους κόσμους ανοίγοντας τους οι Έλληνες μπόρεσαν να δομήσουν τα μαθηματικά, που πάντα ξεκινούν από αξιώματα, δηλαδή υποθέσεις, για να καταλήξουν στο θεώρημα, που είναι πια στερεή αποδεδειγμένη βάση - θεμέλιο για επιπλέον αποδείξεις. Ο κόσμος όμως ο φανταστικός ποτέ δεν απασχόλησε τους Έλληνες, ποτέ δεν ασχολήθηκαν φιλοσοφικά με νεράιδες, στοιχειά και όνειρα γιατί όλα αυτά είναι στον κόσμο της φαντασίας και οι Έλληνες τον απέφευγαν πάντα.      Φ.Φ


Σάββατο 11 Απριλίου 2015

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ 3


                                   ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ  3

 

 

Στη συνέχεια της ελεύθερης φιλοσοφικής σκέψης ας δούμε πως πρέπει να διδάσκονται τα παιδιά στο σχολείο. Δείγμα της ευδαίμονος ανατροφής και παιδείας παρουσιάζει ο Πλάτων στο έργο του «Θεαίτητος». Πρόκειται για έναν διάλογο με θέμα την επιστήμη, αλλά στο σκηνικό που πλαισιώνει τον διάλογο, διαγράφεται ο τρόπος μαθητείας των παιδιών στους αριθμούς. Οι αριθμοί όπως και τα γράμματα, θεωρούνται ως όντα και μάλιστα όντα εξαιρετικής χάριτος. Αυτό το σκηνικό είναι δάνειο από την ελληνική πραγματικότητα του τρόπου παιδείας, δεν είναι επινόηση του Πλάτωνος και τα πρόσωπα του έργου όπως ο Σωκράτης, ο Θεαίτητος και ο δάσκαλός του ο μαθηματικός Θεόδωρος, είναι ιστορικά πρόσωπα.

Ο Θεόδωρος λοιπόν, συνομιλώντας με τους δωδεκάχρονους μαθητές του, κάνει την παρατήρηση ότι μερικοί αριθμοί και αναφέρει κάποιους, έχουν μια τάδε συγκεκριμένη ιδιότητα (δεν ενδιαφέρει εδώ να αναφέρουμε ποια) και αφήνει μόνους τούς μαθητές να εξετάσουν αυτήν την ιδιότητα. Οι μαθητές παραξενεύονται καθώς μελετώντας την ιδιότητα αυτών των αριθμών, διαπιστώνουν ότι εκτός από τους αριθμούς τους οποίους ανέφερε ο Θεόδωρος, υπάρχουν κι άλλοι με την ίδια ιδιότητα. Άραγε όλοι οι αριθμοί την έχουν ή κάποιοι δεν την έχουν; Το ερώτημα τα γοητεύει. Εξετάζουν κι’ άλλους αριθμούς και ευρίσκουν ότι η υποψία τους είναι αληθινή, υπάρχουν αριθμοί που δεν έχουν αυτή την ιδιότητα. Άραγε πόσοι και ποιοι την έχουν ή δεν την έχουν; Τα παιδιά απορούν, συζητούν μεταξύ τους για το πρόβλημα των αριθμών ωσάν οι αριθμοί να είναι φίλοι τους που τους ζητούν να εύρουν λύση στο πρόβλημά τους. Μάλιστα, για να διευκολυνθεί η μελέτη καθώς ο διάλογος προχωρεί, τα παιδιά συναποφασίζουν να χωρίσουν τους αριθμούς σε δύο ομάδες και σκέπτονται τι όνομα θα δώσουν στη κάθε μια. Τα ονόματα που καταλήγουν να τους δώσουν δεν είναι τυχαία αλλά ταιριαστά με την διαφορά των αριθμών ως προς την ιδιότητα.

Ο διάλογος των παιδιών φανερώνει ελευθερία και φιλία για το γνωστικό αντικείμενο. Και αυτό συμβαίνει διότι τα παιδιά βλέπουν τους αριθμούς ως οντότητες, δεν γίνεται να αισθάνονται ελευθερία και φιλία για κατιτί άβιο. Επειδή λοιπόν οι αριθμοί είναι όντα και μάλιστα με γοητευτικές ιδιότητες και σχέσεις μεταξύ τους, τα παιδιά δεν χάνουν την ευκαιρία να μελετήσουν των θαυμαστό κόσμο τους. Και φθάνουν να τον μελετούν με τόση σοβαρότητα και ευθύνη ώστε ο Θεόδωρος εμπιστεύεται τον τρόπο   έρευνας των παιδιών όσο εμπιστεύεται και τον εαυτό του. Είναι φυσικό ότι αυτά τα παιδιά μεγαλώνοντας, όχι μόνον θα εξακολουθούν να αγαπούν τα μαθηματικά αλλά όπως συμβαίνει και με τα γράμματα, μαθαίνοντας να εξετάζουν τις ιδιότητες και τις σχέσεις ενός κόσμου όντων, η δημιουργική τους ικανότητα θα ωφεληθεί στο έπακρο.

Είδαμε τα παιδιά, ας δούμε και τους μεγάλους. Κατ’ αρχήν, ο Θεόδωρος και οι μαθητές του έχουν ταυτότητα αντιλήψεως ως προς το γνωστικό αντικείμενο. Οι αριθμοί είναι όντα. Στο μόνον που διαφέρουν είναι ότι τα μεν παιδιά οδηγούνται από την φύσει διάθεσή τους να συναναστρέφονται όντα ενώ ο Θεόδωρος έχει προσθέσει στην φύσει διάθεσή του, την συνειδητότητα. Με άλλα λόγια, έχει πιστοποιήσει την ύπαρξη αυτής της φύσει διαθέσεως του ανθρώπου, έχει εξετάσει την δύναμή της και έχει δεχθεί ότι είναι τόσο δημιουργική ώστε η ανατροφή και η παιδεία όχι μόνον δεν πρέπει να την ανακόπτουν αλλά αντίθετα πρέπει να είναι οι μεγάλες αδελφές της που την προστατεύουν, την συντροφεύουν, και βοηθούν στην ανάστεια της. Και βέβαια δεν είναι μόνον ο Θεόδωρος που έχει αυτή τη γνώμη για τον αρμονικό δεσμό του φύσει και παιδεία, είναι γνώμη πανελλήνια. Επιπλέον ο Θεόδωρος αναγνωρίζει όπως και κάθε άλλος Έλλην θεωρητικός, ότι τα μαθηματικά είναι κόσμος όντων, έπ’ αυτού ο Πλάτων λέγει: τα μαθηματικά είναι όντα τα οποία κείνται μεταξύ των νοητών όντων και των αισθητών όντων.           

Έτσι ο Θεόδωρος είναι, στην ουσία, ένα ‘μεγάλο παιδί’ διότι στη φύσει διάθεσή του να θεάται οντότητες ως παιδί, προστέθηκε μόνον το ενσυνείδητο ‘μετά γνώσεως’ του μεγάλου. Ένεκα αυτού η νοοτροπία του είναι όμοια με των μαθητών του, διαρκώς θέλει να μάθει, να γνωρίσει. Δεν θεωρεί ούτε προβάλλει τον εαυτό του ως «γνώστη» όπως οι σοφιστές της εποχής του. Γιαυτό όταν τα παιδιά καταπιάνονται με την ονοματοποιία των δύο ομάδων αριθμών, ο Θεόδωρος δεν επεμβαίνει, δεν λέει στα παιδιά «εμείς οι μεγάλοι που ασχολούμεθα με την επιστήμη των αριθμών, ονομάζουμε τις δύο ομάδες αλλιώς», αφήνει τα παιδιά να ασκηθούν στην ονοματοποιία. Ως ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος δεν αποκλείει την περίπτωση να ευρεθεί ένα ορθότερο επιστημονικά όνομα και δεν του φαίνεται απίθανο η εύρεση να γίνει από τα παιδιά. Δηλαδή, ο δάσκαλος παραμονεύει να γίνει μαθητής των μαθητών του.

Όσο για τον άλλο ‘δάσκαλο’, τον Σωκράτη, είναι γνωστό το πόσο πολύ μέμφεται τους σοφιστές οι οποίοι διδάσκουν ‘αφ’ υψηλού’ λες και κατέχουν την τέλεια γνώση και το πόσο ο ίδιος αγαπά να συζητά με όλους, μικρούς ή μεγάλους, ως ίσος προς ίσους.  Η διαφορά της ηλικίας και του επιπέδου γνώσεων είναι ανύπαρκτη για τον φιλόσοφο. Ξεκινώντας τον διάλογο πάντα από το «δεν γνωρίζω», το περίφημο «ουκ οίδα», αυτόματα τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση τού μαθητή, επιτρέπει στον συνομιλητή του και μάλιστα τον προτρέπει να πάρει την θέση του δασκάλου. Το ίδιο κάνει και με τον νεαρό Θεαίτητο, «έχε θάρρος Θεαίτητε και λέγε μου…». Έτσι ο μαθητής Σωκράτης θα κρίνει τον δάσκαλο Θεαίτητο. Ένας ωραίος μαθητής πάντα κρίνει τον δάσκαλο.

Είναι δυνατό λοιπόν να γίνονται οι μαθητές δάσκαλοι των δασκάλων τους και οι δάσκαλοι μαθητές των μαθητών τους; Είναι δυνατόν διότι στη βάση αυτής της ωραίας ανατροφής και παιδείας που προάγουν την ελευθερία της σκέψης, υπάρχει ταυτότητα νοοτροπίας μικρών και μεγάλων ως προς το γνωστικό αντικείμενο και ένεκα αυτού οι σχέσεις τους δύνανται να δομηθούν επάνω στην ισότητα. Έτσι, και στη σχέση δασκάλου – μαθητή, επειδή είναι μια σχέση ισότητος, οι δύο πόλοι εναλλάσσονται. Η μάθηση είναι μια αναδρασιακή σχέση μεταξύ δύο πόλων, ο δάσκαλος γίνεται μαθητής και ο μαθητής δάσκαλος και πάλι αντιστρέφονται. Οι ως αληθώς ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι ίσοι και η ηλικία δεν είναι κριτήριο των σχέσεων τους.

Μιας και οι έλληνες φημίζονταν για τούτη την νοοτροπία τους, λέγεται ότι όταν ο Σόλων επισκέφθηκε την Αίγυπτο, ο Αιγύπτιος αρχιερέας του είπε «εσείς οι έλληνες είστε πάντα νέοι».

Ας δούμε τώρα αν από αυτή τη βάση, όπου το υποκείμενο θεωρεί το αντικείμενο ως οντότητα, είναι δυνατό ο άνθρωπος να οδηγηθεί  στο Κάλλος. Ως οδηγό θα συνεχίσουμε να έχουμε το πλατωνικό δείγμα από το «Θεαίτητος» και ας μην ξεχνάμε ότι εδώ διαλέγονται και συναναστρέφονται μεταξύ τους ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι. Κάποιοι είναι κάτοχοι της επιστήμης της ελεύθερης σκέψης και κάποιοι δεν κατέχουν την επιστήμη  της αλλά ο χαρακτήρας της σκέψης τους είναι ίδιος γιαυτό και είναι δυνατός ο μεταξύ τους διάλογος.

Από τον τρόπο με τον οποίο ο Θεόδωρος και οι μαθητές του εξετάζουν τους αριθμούς γίνεται φανερό ότι αδιαφορούν για την πρακτική των αριθμών δηλαδή τη χρήση τους σε πράξεις. Οι αριθμοί εξετάζονται σαν να είναι κάποιοι ‘ξένοι’ παράξενα γοητευτικοί που κινούν την επιθυμία του ανθρώπου να τους γνωρίσει ώστε να τους προσεταιριστεί, να γίνει φίλος τους.  Μαντεύει ότι αν καταφέρει να γίνει φίλος τους, θα μάθει για έναν ‘άλλο’ κόσμο, πιθανότατα εξαιρετικά ωραίο μιας και τα όντα του, οι αριθμοί, είναι όντα αθάνατα και οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν αρμονία και πλούτο. Όποιο όν φέρνει τέτοια ‘νέα’ αξίζει την πλέον γενναιόδωρη φιλοξενία. Έτσι, τούτη η ομάδα μικρών και μεγάλων ελεύθερα σκεπτόμενων ανθρώπων διόλου δεν ασχολείται πώς και πού να χρησιμοποιήσει τους αριθμούς. Τους φιλοξενεί με ευγένεια και σεβασμό στην οντότητά τους απολαμβάνοντας την συντροφιά τους.

Σύμφωνα με αυτή την νοοτροπία, ο δάσκαλος δεν προτρέπει τους μαθητές «πρέπει να μάθετε μαθηματικά γιατί θα σας χρειαστούν στη ζωή σας». Και δεν είναι μόνον ο Θεόδωρος αυτής της νοοτροπίας, την ίδια έχει το σύνολο των ελεύθερα σκεπτόμενων ανθρώπων της ελληνικής παιδείας. Απαγορεύεται με αυστηρότητα η μαθητεία των παιδιών στα γράμματα και τους αριθμούς με σκοπό κάποιο όφελος πέρα από την ευφροσύνη που η ίδια η συναναστροφή προσφέρει. Έχει μείνει ως ιστορικό συμβάν τι είπε ο μέγας μαθηματικός Ευκλείδης όταν ένας μαθητής του τον ρώτησε « τι θα κερδίσω δάσκαλε, μαθαίνοντας μαθηματικά;» Προς απάντησή του ο Ευκλείδης κάλεσε έναν δούλο και του είπε «συνόδεψε το παιδί πίσω στην οικία του και δώσε του ένα νόμισμα για αμοιβή».  

Γιατί όμως αυτή η παιδευτική νοοτροπία φαίνεται να περιφρονεί την χρήση των αριθμών; Μήπως δεν γίνεται χρήση των μαθηματικών στις τόσο θαυμαστές κατασκευές των ελλήνων;! Και βέβαια γίνεται διότι στη χρήση τους στηρίζονται η τέχνη και η τεχνολογία. Δεν είναι λοιπόν περιφρόνηση αλλά κάποιος άλλος λόγος υπάρχει, εξαιρετικά σημαντικός, που τα παιδιά γενικά δεν πρέπει να βλέπουν το γνωστικό αντικείμενο σκοπεύοντας στη χρήση του. Ποιος άραγε είναι αυτός ο λόγος;

Παρατηρώντας τον διάλογο των μαθητών του Θεόδωρου καθώς μελετούν τους αριθμούς, θαυμάζουμε τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται για να στήσουν την πορεία της μελέτης τους και συνάμα τον ωραίο τρόπο με τον οποίο συναναστρέφονται μεταξύ τους. Συζητούν ήρεμα και ήμερα χωρίς καμμιά διάθεση ανταγωνισμού. Χάριν της φιλίας τους με τους αριθμούς, χάριν του κοινού στόχου τους να γνωρίσουν τον κόσμο των φίλων αριθμών και η μεταξύ των παιδιών σχέση γίνεται σχέση φίλων.

Ό,τι συμβαίνει στη σχέση τους με τους αριθμούς συμβαίνει και στη μεταξύ τους σχέση. Το ένα παιδί αναγνωρίζει το άλλο ως οντότητα, είναι όντα που διαφέρουν αλλά είναι ίσα και φίλα. Διαλέγονται, το ένα παιδί ακούει φιλόξενα τη γνώμη του άλλου. Πιθανόν ο φίλος του να έχει κάτι νέο να προσθέσει στην έρευνα των αριθμών, δεν είναι βέβαιο, θα το εξετάσουν, αλλά η ελπίδα του καλού νέου γεμίζει το παιδί με ευφροσύνη. Αδημονεί, ακούει τη γνώμη του φίλου του με χαρά, τον αισθάνεται ευεργέτη. Και εκείνος σκέπτεται και καταθέτει γενναιόδωρα στο ‘κοινό’ των φίλων όσα γέννησε η σκέψη του, δεν κρατά τίποτε για ‘τον εαυτό του’. Οι φίλοι του είναι οι ευ-νοούμενοί του, τους χαρίζεται ολόκληρος, μόνον έτσι τον κρίνουν και τον δέχονται για φίλο. Όσο για την τύχη των όσων σκέφθηκε και τους χάρισε δεν φοβάται. Θεωρεί ότι αφού όσα σκέφθηκε δεν είναι ατομική του ιδιοκτησία, θα τύχουν σοβαρής εξέτασης από όλους μαζί και αν κριθούν ότι είναι ορθά αυτόματα θα ανήκουν σε όλους. Τα των φίλων κοινά.

Είναι φανερό ότι σε τούτη την συναναστροφή, η ασχήμια δεν έχει τόπο να πατήσει. Ο δόλος, ο ανταγωνισμός, η ιδιοκτησία και όλα τα άσχημα τα οποία συνεπάγονται, αποκλείονται από την περιοχή της Φιλίας. Προς χάριν του κοινού γνωστικού αντικειμένου τα παιδιά γίνονται σύν-τροφοι, συν-αγωνιστές. Δεν αγωνίζονται μεταξύ τους για να φανεί ποιος είναι ο πιο δυνατός, αγωνίζονται για χάρη κάποιου ‘τρίτου’. Την δύναμη των αριθμών αγωνίζονται να αναδείξουν. Ο αριθμός, αυτός ‘ο τρίτος’, ο ‘ξένος’, ο ‘γόης’, στέκεται συνεκτικά επάνω από τα κεφάλια τους.

Στη Φιλία όπως και στο γέννημά της, τον Έρωτα, οι σύντροφοι δεν κοιτούν άμεσα ο ένας τον άλλον, κοιτούν προς ένα κοινό αντικείμενο. Χάρις στην αγάπη τους για αυτό το αντικείμενο αγαπιούνται και μεταξύ τους. Είναι σαν τους γονείς που, επειδή αγαπούν το παιδί τους, αγαπιούνται μεταξύ τους και μαζί αγωνίζονται να του δώσουν  δύναμη.

Κάθε ωραίο δημιούργημα των ανθρώπων είναι αποτέλεσμα ενός αγώνα ‘υπέρ τρίτου’. Και ένεκα αυτής της δημιουργίας οι άνθρωποι έχουν κάθε δικαίωμα να χαρακτηρίζονται «ωραίοι άνθρωποι». Αν, για παράδειγμα, δυο άνθρωποι επιχειρούν να κτίσουν έναν τοίχο και προς χάριν της ομορφιάς του τοίχου ξοδεύουν σκέψη, χρόνο, δύναμη, συνεχώς συνδιαλεγόμενοι με λόγο και με έργο, δεν γίνεται να μην τους θαυμάσουμε. Χάριν ενός τρίτου, του Ωραίου [τοίχου ή όποιου άλλου δύναται να μετέχει στο Ωραίο], τούτοι οι άνθρωποι που εργάσθηκαν με ‘μεράκι’, είναι αληθινά ωραίοι. Ωραίοι και φίλοι.

Και οι μαθητές του Θεόδωρου είναι ωραίοι. Χάριν της φιλίας προς κάτι ‘τρίτο’, τον κόσμο των αριθμών και ένεκα της μεταξύ τους φιλίας, τούτα τα παιδιά ήδη πατούν στη περιοχή του Κάλλους. Χωρίς να το συνειδητοποιούν ακόμη, αισθητοποιούν το κάλλος στο ήθος τους, την φιλία. Συν-ηθίζουν την φιλία. Ως παιδιά δεν έχουν τη γνώση ώστε να αιτιολογήσουν το κάλλος αλλά το αισθητοποιούν και το βιώνουν στη φιλία. Ό,τι είναι φίλο είναι ωραίο και όποιος είναι φίλος είναι ωραίος. Όσοι λάβουν γνώση θα φθάσουν κάποτε να αιτιολογήσουν το κάλλος και τότε θα έχουν συνείδηση του αντίστροφου, ό,τι είναι ωραίο είναι φίλο.  

 Ένεκα της φιλίας η ωραία φύσις του ανθρώπου, η ουσία του, αυτή που τον ωθεί να επιθυμεί και να αγαπά τα όντα όχι τα πράγματα, τού γίνεται συνήθεια, τρόπος βίου, βίωμα. Και όταν κάτι γίνεται βίωμα, συνήθεια, δύσκολα αλλάζει, ‘έξις δευτέρα φύσις’. Η φιλία λοιπόν, ως ωραία συνήθεια πακτώνει, ενδυναμώνει, σταθεροποιεί τη σχέση του ανθρώπου με την ουσία του, επομένως και με όλη τη περιοχή του κάλλους όπου, όπως είπαμε, η ουσία εδρεύει. Ως αποτέλεσμα, τούτη η περιοχή δεν κινδυνεύει πλέον να καταπατηθεί από την ανάγκη.

Έτσι και οι μαθητές του Θεόδωρου συνηθίζοντας στη φιλία, αποκτούν μόνιμη σχέση με την ουσία χωρίς να κατέχουν γνώση της ουσίας, και πάλι έχοντας τη συνήθεια της φιλίας, χωρίς να το συνειδητοποιούν σώζουν την ουσία. Έπειτα, επειδή ό,τι είναι φίλο είναι ωραίο,  εύκολα ξεχωρίζουν το ωραίο από το άσχημο. Απλά, ό,τι δεν είναι φίλο είναι άσχημο. Αν κάποιος εισβάλει στον διάλογό τους με διάθεση εριστική, ανταγωνιστική, ο τρόπος του θα φανεί στα παιδιά άσχημος διότι δεν είναι τρόπος φίλου, και δεν θα τον δεχθούν. Αν πάλι τους πει ότι όσα σκέπτονται είναι άχρηστα, ότι τους αριθμούς τους μαθαίνουμε όχι επειδή μας αρέσουν αλλά από ανάγκη επειδή μας εξυπηρετούν στους λογαριασμούς και σε συναφή πράγματα, τα λόγια του θα τους φανούν παράξενα μιας και έχουν συνηθίσει να μαθαίνουν με χαρά, από φιλία για τους αριθμούς και διόλου δεν τους αρέσει ο εξαναγκασμός, είναι άσχημος διότι αποκλείει τη φιλία. Οι μαθητές τού Θεόδωρου δεν θα παραδοθούν στον εισβολέα αμαχητί. Ο διάλογος τούς έχει συνηθίσει να αγωνίζονται. Είναι γενναία παιδιά.

Αν η φιλία αφενός εισάγει στη περιοχή του Κάλλους αφετέρου την σώζει, σημαίνει ότι το Ήθος, η ωραία συνήθεια, είναι ο προμαχώνας της γνώσης. Κτίζεται πριν την Γνώση αλλά με τα ίδια υλικά, κτίζεται για να την προστατέψει.

Τα μαθηματικά είναι γνωστικό υλικό, αλλά με αυτό το υλικό ο Θεόδωρος κτίζει γνώση μέσα στους μαθητές; Ή άλλο είναι το πρωτεύον μέλημά του;

Αλλά είναι φανερό. Με την ύλη των μαθηματικών, ο ωραίος αυτός δάσκαλος κάνει μάθημα φιλίας, συνήθειας στο ωραίο, δηλαδή μάθημα Ήθους, Αισθητικής. Και το πετυχαίνει ασκώντας τα παιδιά στο όργανο του Διαλόγου. Για την παιδεία του Ήθους ένας και μόνον τρόπος ταιριάζει, ο διάλογος. Τα παιδιά κτίζουν τον προμαχώνα της γνώσης με γερά υλικά και με τον αρμό-ζοντα τρόπο, το όργανο του διαλόγου.

Η πρόθεση του Θεόδωρου γίνεται καταφανής όταν ομιλεί στον Σωκράτη για τον άριστο μαθητή, τον Θεαίτητο. Δεν επαινεί τόσο την νοητική ευφυΐα του νεαρού όσο το ήθος του. Και ο Σωκράτης  πάλι, μετά από διάλογο με τον κατά την όψιν άσχημο Θεαίτητο, αναγνωρίζοντας αυτό το ήθος τον θαυμάζει, γοητεύεται από τον νεαρό και παραδέχεται «…είσαι αληθινά ωραίος Θεαίτητε». Είναι ωραίος άρα φίλος. 

Ο Θεόδωρος και ο Σωκράτης έχουν εμπιστοσύνη στο νεαρό. Έχει ήθος. Άρα ποτέ δεν θα κάνει άσχημη χρήση της γνώσης που θα αποκτήσει.   

Τούτος είναι ο φόβος των αληθινών δασκάλων, μήπως από έλλειψη ήθους οι άσχημες συνήθειες του χώρου της ανάγκης με δόλο αρπάξουν τη γνώση και την χρησιμοποιήσουν σε άσχημα έργα. Τούτο οργίζει κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο.

Γίνεται τώρα κατανοητό γιατί οι δάσκαλοι της ελεύθερης σκέψης δεν θέλουν τα παιδιά να έχουν ως στόχο το πού θα χρησιμοποιήσουν το γνωστικό αντικείμενο και τη γνώση που αυτό αποφέρει. Μόνον αφού κτίσει το ήθος του ο άνθρωπος επιτρέπεται να αποφασίζει πώς, πότε, πού θα κάνει χρήση της γνώσης. Επειδή τιμά τα όρια της Αισθητικής, θέτει το πράττειν του εντός αυτών των ορίων. Έτσι ποτέ δεν θα καταπιαστεί, κάνοντας χρήση της γνώσης, με άσχημα έργα, άνομα κέρδη και οφέλη, ευτελείς σχέσεις και πράξεις. Και το σπουδαιότερο, πάντα θα θυμάται και θα αγαπά να σκέπτεται ότι τον φίλο τον έχουμε για την χαρά της συναναστροφής μαζί του, όχι για να μας εξυπηρετεί. Μας είναι χρήσιμος, αλλά όποτε τον χρησιμοποιούμε θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί ώστε να μην καταπατούμε τα όρια της οντότητάς του.

Έτσι και τα γράμματα και τα μαθηματικά είναι πρώτα φίλοι μας, και έπειτα χρήσιμα. Κι’ αν η ανάγκη μάς κάνει να τα χρησιμοποιούμε στη ‘μπακαλική’ τής ζωής, σαν δούλους, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αληθινή χρησιμότητά τους βρίσκεται στη δύναμή τους να μας κάνουν μέτοχους στο Κάλλος και να μας συνδράμουν στην εκεί Δημιουργία.

 

 

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


                               ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ 2 

 

Ας δούμε τώρα στη συνέχεια της ελεύθερης φιλοσοφικής σκέψης πώς  κατά την γνώμη μου πρέπει να διδάσκονται τα παιδιά την γλώσσα στο σχολείο.

Από πολύ μικρά τα παιδιά εμφανίζουν την ιδιότητα να ‘ζωντανεύουν’ διάφορα αντικείμενα, τους αποδίδουν ιδιότητες και έχουν σχέσεις μαζί τους σαν να είναι πρόσωπα της ζωής τους (ένα σπιρτόκουτο π.χ στα χέρια τους γίνεται τρένο, αυτοκίνητο, πλοίο, ή ακόμα και αεροπλάνο ανάλογα με την δημιουργική τους ικανότητα). Αντίθετα δείχνουν αμηχανία ή αδιαφορία για κάτι με το οποίο δεν μπορούν να έχουν ‘ζωντανή’ σχέση. Μερικοί θεωρούν ότι αυτή η ιδιότητα οφείλεται στη «δημιουργική φαντασία» του παιδιού. Πρόκειται περί φαντασίας ή μιας λάθρα έλλογης δημιουργίας;

Ας μην ξεχνάμε ότι το παιδί δεν είναι άμοιρο λογικών διεργασιών. Πριν καν μάθει να θέτει λεκτικά το «γιατί;» και να περιμένει το «διότι» - το ‘γιατί;’ και το ‘διότι’ είναι ύψιστα δηλωτικά λογικών διεργασιών - μας εκφράζει με το βλέμμα του ή τη στάση του απορία για κάτι και επίμονα περιμένει από εμάς να του δώσουμε μιαν εξήγηση. Και όταν λεκτικά μάθει το «γιατί;» μας βομβαρδίζει με αυτό ανά πάσα στιγμή, μας ζητά να του αιτιάσουμε το κάθε τι και δυστροπεύει όταν του αρνούμεθα την αιτιολόγηση. Αντίθετα, γίνεται ήμερο και υπάκουο αν του δοθεί μια αιτιολογημένη απάντηση. Τα παιδιά είναι αξιοθαύμαστα, πείθονται δια της λογικής πολύ περισσότερο απ’ ότι οι ‘μεγάλοι’.

Το παιδί λοιπόν, δίδοντας ζωή στα αντικείμενα, δεν ‘φαντασιώνεται’. Επιχειρεί να κατασκευάσει οντότητες, εκδηλώνει την φύση του ανθρώπου ως έλλογου δημιουργού που δεν τον ενδιαφέρουν τα ‘άνευ λόγου ύπαρξης’ και επομένως άνευ οντότητος αντικείμενα. Το παιδί ως ‘μικρός’ δημιουργός είναι το πρωτόλειο του ελεύθερα σκεπτόμενου ανθρώπου και παρερμηνεύεται από όσους πιστεύουν ότι φαντασιοκρατείται. Αυτή τη φύση του παιδιού συνδράμει βέβαια και η θέση του, διότι θέσει το παιδί λίγο δεσμεύεται στον χώρο της ανάγκης, έχει πολύ ελεύθερο χρόνο και έτσι η σκέψη του ταξιδεύει πολύ και ανενόχλητα.        

Ας δούμε λοιπόν, αυτόν τον φύσει και θέσει ‘μικρόν’ ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο πώς αντιδρά όταν οι ‘μεγάλοι’ προσπαθούν να του δώσουν και παιδεία για να οργανώσει τη σκέψη του και επομένως να αποκτήσει περισσότερη γνώση. Επειδή ο τρόπος παιδείας δεν είναι μόνον ένας, θα εξετάσουμε δύο διαφορετικούς και αντίθετους οι οποίοι κυριάρχησαν στον δυτικό κόσμο από την αρχαιότητα έως σήμερα, για να κρίνουμε ποιος ταιριάζει στη νοοτροπία του παιδιού και έτσι το συνδράμει αληθινά διότι δεν αλλοιώνει τον φύσει χαρακτήρα της σκέψης του.     

Αφού οι μέθοδοι παιδείας είναι δύο και τα παραδείγματα που θα εξετάσουμε θα είναι δύο και αφορούν το μάθημα της Γλώσσας.

Ας ξεκινήσουμε από την αντίληψη ‘περί των γραμμάτων’ που είχαν οι έλληνες σύμφωνα με την οποία διαμορφώνεται και η μέθοδος. Δεν είναι η μέθοδος που κυριαρχεί στον νεώτερο δυτικό κόσμο αλλά εμμέσως την ακολουθούν οι νεώτεροι ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι.

Οι έλληνες αντιλαμβάνονται τα γράμματα ως όντα και τη Γλώσσα ως κόσμο, δηλαδή τα γράμματα έχουν ‘βίον και πολιτεία’. Εκ προοιμίου λοιπόν αφού οι έλληνες βλέπουν τα γράμματα ως όντα, η νοοτροπία τους είναι πολύ κοντά σε εκείνη του παιδιού.

Σύμφωνα με αυτή τη θέαση όπου τα γράμματα είναι όντα, η μέθοδος τα συν-θέτει ως άτομα που έχουν το καθένα ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αν οι χαρακτήρες τους ταιριάζουν τότε έλκονται και συζεύγνυνται π.χ. το α και το β παντρεύονται και γεννούν το αβ. Το αβ είναι ένα θεμιτό σύνθεμα διότι είναι το έκγονο, το παιδί δύο όντων που μεταξύ τους συμφωνούν, αρμόζουν το ένα με το άλλο και ως εκ τούτου η σύζευξη τους είναι ωραία, θεμιτή, νόμιμη. Το σύνθεμα ως έκγονο, είναι ξεχωριστή οντότητα από τους γεννήτορές του, όπως το παιδί είναι οντότητα ξέχωρη από τους γονείς του. Αφού το αβ είναι θεμιτό έκγονο ένεκα θεμιτού γάμου, γίνεται αποδεκτό ως σύνθετη οντότητα στον κόσμο της Γλώσσας. Αντίθετα, ένας γάμος π.χ. μεταξύ του γ και του θ, είναι άσχημος, αθέμιτος, άνομος διότι αυτά τα γράμματα δεν συμφωνούν, δεν αρμόζουν το ένα με το άλλο, προσάγονται δια της βίας να συζευχθούν και το έκγονό τους, το γθ, είναι αθέμιτο σύνθεμα, μη αποδεκτό στον κόσμο της Γλώσσας.

Για τους γάμους των γραμμάτων τα προξενιά τα κάνει ο άνθρωπος, αφού αυτός αναζητά ποιο γράμμα ταιριάζει με ποιο και ποια δεν ταιριάζουν και τούτη τη γνώση του την αποτυπώνει σε γραμματικούς κανόνες π.χ. όλα τα φωνήεντα ταιριάζουν με όλα τα σύμφωνα αλλά όλα τα σύμφωνα δεν ταιριάζουν με όλα τα σύμφωνα. Με τους κανόνες ο προξενιτής γίνεται και νομοθέτης των γραμμάτων και όταν φθάνει να τα συνθέτει, γίνεται και αρμοστής. Επισημοποιεί και μονιμοποιεί την σύζευξή τους θέτοντας τον δεσμό, τον αρμό του γάμου. Τεχνικά, μεταξύ του α και του β υπάρχει ένας ‘τρίτος’, ο αρμός, π.χ. αν θέσουμε ένα αστεράκι ως σύμβολο του αρμού, τότε η σύζευξη α*β γεννά το αβ.

Όταν αυτή η αντίληψη περί των γραμμάτων και της μεθόδου σύνθεσης συνεχίζεται εφ’ όλης της ύλης της Γλώσσας, τότε η Γλώσσα παρουσιάζεται ως κόσμος ωραίων όντων που αναζητούν προξενιτή, νομοθέτη και αρμοστή. Ο άνθρωπος είναι ένας φίλος ‘ξένος’, ένας ‘τρίτος’ που τον καλούν να έχει αυτούς τους ρόλους και εκείνος δέχεται με χαρά να ταιριάζει, να νομοθετεί, να αρμόζει γράμματα για να συνθέσει συλλαβές, συλλαβές για να συνθέσει λέξεις, λέξεις για να κατασκευάζει προτάσεις. Χαίρεται διότι η Σύνθεση είναι ιδιότητα της φύσης του ως δημιουργού.

Ο μύθος λέει ότι ο Προμηθέας δώρισε στους ανθρώπους τα γράμματα, τους αριθμούς και την τεχνική(φωτιά). Για τους έλληνες λοιπόν, τα γράμματα είναι ένας κόσμος φίλων όντων που χαρίζονται στον άνθρωπο, με εμπιστοσύνη στις δημιουργικές του ικανότητες. Η από μέρους του κατασκευή της δικής τους ευδαίμονος πολιτείας μέσα στη Γλώσσα, τον ενθουσιάζει γιατί αποτελεί ένα ‘πρόπλασμα’ επάνω στο οποίο ασκείται, δοκιμάζει, μαθαίνει πώς να πλάσσει έναν δικό του Κόσμο ευδαίμονα. Ασκεί και δοκιμάζει τις δημιουργικές του ικανότητές ως προξενιτή, νομοθέτη, αρμοστή. Φύσει έχει αυτές τις ικανότητες και την ιδιότητα του συνθέτη, όμως ‘το φύσει’ δεν αρκεί για να γίνει Καλός συνθέτης. Πρέπει από όταν είναι παιδί να τις βιώνει με την άσκηση και την δοκιμή για να φθάσει να τις συνειδητοποιήσει όταν μεγαλώσει και τότε πλέον ο καθένας μόνος του να επιθυμήσει να τις σπουδάσει. Ως εκ τούτου η όλη θέαση και μέθοδος σύνθεσης πρέπει να μετατρέπεται σε παιδευτική μέθοδο ώστε το παιδί να μαθαίνει βιώνοντας τη σύνθεση.

Επειδή εδώ δεν θα εκθέσουμε την όλη παιδευτική μέθοδο, θα αναφερθούμε σε έναν τομέα της, τον τομέα των κανόνων. Οι έλληνες κατεσκεύασαν και παρέδωσαν στην επιστήμη της Γλώσσας, πλήθος όρων  και κανόνων, όμως αυτά δεν τα χρησιμοποιούσαν στην παιδεία των μικρών και νεαρών παιδιών. Με κατάλληλα ερωτήματα ο δάσκαλος προέτρεπε τα παιδιά να κατασκευάσουν  γραμματικούς όρους και κανόνες και να τους αλλάζουν αν κατόπιν σκέψεως, διαλόγου, νέων δεδομένων, τα παιδιά έκριναν ότι έπρεπε να γίνουν αλλαγές. Με άλλα λόγια, ο δάσκαλος δεν ‘καπέλωνε’ τα παιδιά με ‘έτοιμους’ κανόνες διότι σκοπός δεν ήταν ‘παπαγαλίζοντας’ να μάθουν να υπακούουν ακούσια σε κάποιους νόμους, αλλά, μαθαίνοντας τον τρόπο κατασκευής τους και μετέχοντας σε αυτή, αφενός να αναπτύσσουν την δημιουργική τους ικανότητα, αφετέρου επειδή οι κανόνες είναι δημιουργήματά τους, να τους αισθάνονται οικείους, αγαπητούς, λογικούς και χρήσιμους. Έτσι, ελευθέρα βουλήσει ασκούμενο στη νομοθεσία το παιδί βίωνε τον νόμο, και αυτό είχε πολλαπλό αποτέλεσμα, δημιουργική μάθηση της Γλώσσας, άσκηση της συνθετικής ικανότητος, οργάνωση της σκέψης, όλα αυτά με στόχο την  προετοιμασία του παιδιού μεγαλώνοντας να συνειδητοποιήσει τις δυνάμεις και τις δυνατότητες του και στο μέτρο του δυνατού εκάστου, να μετέχει στο κάλλος και την ουσία της Γλώσσας, του Νόμου, της Σύνθεσης, της Σκέψης.            

Φαίνεται λοιπόν ότι σε τούτο το παιδευτικό σύστημα, οι ‘μεγάλοι’ γνωρίζουν και αγαπούν αληθινά το παιδί, τον μικρό ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο και του δίνουν παιδεία σύννομη με τη φύση της σκέψης του, αυτοί οι ‘μεγάλοι’ μάθανε να μην ξεχνούν ότι και οι ίδιοι ήσαν παιδιά.  

Το δεύτερο παράδειγμα Γλωσσικής παιδείας αφορά την μέθοδο που κυριαρχεί στον νεώτερο δυτικό κόσμο. Αποσαφηνίζουμε ότι αν και τα ‘συστήματα εκμάθησης’ της γλώσσας είναι πολλά, στην πραγματικότητα πρόκειται για μια, καταχρηστικά ονομαζόμενη μέθοδο, την μέθοδο της ‘συγκόλλησης’ και η οποία διαμορφώνεται σύμφωνα με μιαν αντίληψη που δεν θεωρεί τα γράμματα ως όντα. Σε ένα από αυτά τα ‘συστήματα εκμάθησης’ τα παιδιά αφού μάθουν να προφέρουν χωριστά και να γράφουν το απλούν α, το απλούν β, κ.ο.κ, δηλαδή, τα στοιχεία – γράμματα, τους ζητείται να βάλλουν το ένα απλούν δίπλα στο άλλο π.χ. το α και το β, και ενώ είναι δύο να τα εκλαμβάνουν σαν ‘ένα’, το αβ. Έτσι ‘κολλώντας’ απλούν με απλούν, τα παιδιά ‘μαθαίνουν να φτιάχνουν’ συνθέματα γραμμάτων, συλλαβές, λέξεις.

Η ως άνω μέθοδος όπως είπαμε δεν αντιμετωπίζει τα γράμματα ως όντα αντικείμενα διότι κανένα ον δεν κολλά με κάποιο άλλο, δεν γίνεται. Τα όντα για να συν-τεθούν πρέπει μεταξύ τους να ορίζεται κάποια σχέση. Το να βάλλω δυο αγνώστους ανθρώπους τον έναν κολλητά δίπλα στον άλλο δεν σημαίνει τίποτε, δεν ποιώ σύνθεση. Ποιώ σύνθεση μόνον αν μεταξύ τους ορίσω μια σχέση. Αφού αυτή η μέθοδος δεν αντιμετωπίζει τα γράμματα ως όντα, μήπως τα συνθέτει ως άβια αντικείμενα; Ούτε αυτό φαίνεται να συμβαίνει. Διότι, και πέτρες να ήταν, η άρμοση τής μιας με την άλλη απαιτεί μιαν ιδιαίτερη τεχνική π.χ. ποίο το συνδετικό υλικό για να δεθούν μεταξύ τους ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένας τοίχος, μια σύνθεση και όχι απλώς μια στοίβα από πέτρες. Όμως η μέθοδος δεν μας  λέει τίποτε για την άρμοση των γραμμάτων ώστε να ποιούμε συνθέσεις. Άρα, αφού τα γράμματα δεν είναι ούτε ζώντα ούτε άβια αντικείμενα, δεν μένει παρά να είναι πλάσματα της φαντασίας που ‘άνευ κόλλας’, κολλούν μαγικά το ένα δίπλα στο άλλο. Επειδή τούτη η μέθοδος έτσι τουλάχιστον τα παρουσιάζει, είναι επόμενο ότι τα παιδιά επειδή είναι λογικά όντα, συχνά ονομάζουν τα γράμματα ‘καλικατζαράκια’! Αυτή η μέθοδος λοιπόν, η οποία συνεχίζει, εφ’ όλης της ύλης, με τον ίδιο άλογο και αυθαίρετο τρόπο την παιδεία στη Γλώσσα, απαγορεύει στα παιδιά και γενικότερα στον άνθρωπο, να βιώσουν τα γράμματα ως υπαρκτά αντικείμενα. Αφού το παιδί εξαναγκάζεται να ασχοληθεί με αντικείμενα εκ προοιμίου εκτός λογικής, είναι επόμενο ότι δεν του κινούν σοβαρό ενδιαφέρον, σε αυτό προστίθεται η πλήξη διότι διδακτικά, π.χ. οι γλωσσικοί όροι και κανόνες του δίδονται ‘έτοιμοι’ φτιαγμένοι από τους ‘μεγάλους’, το ίδιο δεν μετέχει στη κατασκευή, στη δημιουργία. Στον νεώτερο δυτικό κόσμο ‘όλα είναι έτοιμα’, ‘τελειωμένα’ από τους μεγάλους, όλα τα ξέρουν οι μεγάλοι, για το παιδί δεν μένει τίποτε άλλο από το να ‘παπαγαλίσει’ τα λόγια των μεγάλων, να μιμηθεί τους τρόπους τους, να υπακούσει. Έτσι κάνει και με τα γράμματα, τα μαθαίνει μηχανιστικά υπακούοντας στην εντολή της ανάγκης ‘μάθε γράμματα γιατί θα σου χρειαστούν στη ζωή σου’ αλλά βέβαια αυτή η αιτιολόγηση της ανάγκης, διόλου δεν ικανοποιεί τον μικρό ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο.

 Όσοι άνθρωποι παιδεύθηκαν με αυτή τη μέθοδο ‘της συγκόλλησης’ και ‘της υπακοής’ ή σιγά - σιγά υποτάχθηκαν στην ανάγκη και στην  ‘ξύλινη’ γλώσσα της ή σπατάλησαν πολλά χρόνια για να καθαρθούν και να εύρουν τρόπο να δώσουν ζωή στη Γλώσσα και στη σκέψη τους και κάποια ποιότητα στον βίον τους.

Η γλωσσική παιδεία και γενικότερα η Παιδεία είναι καλή, όντως παιδεία, μόνον όταν προάγει την ελευθερία τής σκέψης του ανθρώπου από όταν είναι παιδί. Αν μια ‘παιδεία’ γίνεται αιτία αλλοτρίωσης, καθήλωσης της σκέψης και χειραγώγησης του ανθρώπου προς υποταγή του στο χώρο της ανάγκης, τότε πρόκειται για σοφιστική, κακό μίμημα παιδείας. Γιαυτό υπάρχουν γραμματιζούμενοι που σκέπτονται ανελεύθερα και άνθρωποι αγράμματοι ή με λίγες γραμματικές γνώσεις οι οποίοι, τουλάχιστον, διατηρούν την φρεσκάδα της σκέψης τους και μια φύσει διάθεση προς το ωραίο, ακριβώς επειδή δεν πέρασαν από το ‘πιεστήριο’ της κακής παιδείας.

                                                                        

 

                                                                      ΦΙΟΡΕΝΤΖΗΣ ΦΑΙΔΩΝ         

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


             ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ  ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ  ΣΚΕΨΕΙΣ 1

 

Η ελευθερία της σκέψης γεννιέται μέσα στον ελεύθερο χρόνο, δηλαδή έξω από τον χρόνο τον οποίο διαθέτουμε για τα προς το ζην αναγκαία ( ή τις ανάγκες της ζωής). Και μάλιστα γεννιέται σε μιαν ιδιαίτερη στιγμή του ελεύθερου χρόνου, όταν θαυμάζουμε ένα αντικείμενο επειδή μας ελκύει αυτό καθαυτό, χωρίς εκείνη την στιγμή να σκεπτόμαστε την χρήση την οποία τυχόν μπορούμε να του κάνουμε για κάποιον σκοπό.

Για παράδειγμα, όταν είμαστε πεινασμένοι και δούμε μια μηλιά, ένεκα της ανάγκης μας σκεπτόμαστε πώς θα φθάσουμε να κόψουμε και να φάμε τα μήλα της. Δηλαδή δεν βλέπουμε το δένδρο ως ον(τότητα), αλλά ως ‘πράγμα’ προς χρήση για κάποιο σκοπό που μας επιβάλλει η ανάγκη και είναι αυτή που κατευθύνει την σκέψη μας. Αν μάλιστα η πείνα μας είναι μεγάλη, βια-ζόμαστε να σκεφθούμε πώς θ’ αρπάξουμε το μήλο και το καταπίνουμε βια-στικά  ώστε δεν απολαμβάνουμε μήτε καν την γεύση του. Όσο  μεγαλύτερη λοιπόν είναι η ανάγκη  τόσο περισσότερη βία επιβάλλει και απαγορεύει την απόλαυση.

Όμως αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος που βλέπουμε ένα δένδρο. Αν δεν πεινάμε, τότε είναι πολύ πιθανό η μηλιά να ελκύσει το βλέμμα μας και να σκεφθούμε «Τι ωραίο δένδρο!». Εκείνη τη στιγμή είμαστε ελεύθεροι από την βία της ανάγκης. Βλέπουμε το δένδρο ως οντότητα και απολαμβάνουμε το κάλλος της επειδή η σκέψη μας  κατευθύνεται από μιαν επιθυμία την οποία έχει, κατά ιδιαιτερότητα, μόνον ο άνθρωπος. Την επιθυμία προς το ωραίο. Μας ελκύει το κάλλος. Έτσι όταν θαυμάζουμε, αγγίζουμε με το βλέμμα μας φιλικά το αντικείμενο ενώ η σκέψη μας με έκπληξη και απορία, χαίρεται να το εξετάζει. Το εξετάζουμε γιατί επιθυμούμε να το γνωρίσουμε. Όσο μεγαλύτερη γνώση αποκτούμε τόσο περισσότερο το απολαμβάνουμε. Μας αρέσει να απολαμβάνουμε. Μας αρέσει τόσο πολύ ώστε κάποιοι φθάνουν να παραμελούν τα προς το ζην αναγκαία χάριν της ηδονής που τους χαρίζει η ενασχόληση με το αντικείμενο που θαυμάζουν.

Από το παράδειγμά μας γίνεται φανερό ότι στον άνθρωπο υπάρχουν δύο είδη οπτικής, τα οποία δεν είναι μόνον διαφορετικά αλλά και αντίθετα μεταξύ τους. Κατ’ αναλογία διαμορφώνονται και δύο τρόποι σκέψης. Στην πρώτη περίπτωση, η ανάγκη ασκεί βία στον άνθρωπο και εκείνος βιάζει τον εαυτό του και ασκεί βία στο αντικείμενο. Στη δεύτερη περίπτωση, η επιθυμία του κάλλους δημιουργεί δεσμό φιλίας μεταξύ ανθρώπου και αντικειμένου, οπότε είναι φυσικό ότι αντί της βίας, παρουσιάζεται η γνωστική απόλαυση. Αυτού του είδους η αντίθεση δημιουργεί μιαν αντινομία η οποία κάνει φανερό ότι μέσα στον άνθρωπο συγκρούονται δύο φύσεις και εξηγεί γιατί ο άνθρωπος προβάλλει ως το αγριότερο και συνάμα το πλέον αβρό από όλα τα όντα. Αν όμως σταθούμε ως θεατές της σύγκρουσης και υποθέσουμε ότι η σύγκρουση αυτή δεν θα είναι αιώνια, τότε δεν θα βρούμε ανάμεσά μας κανένα ο οποίος να μην προτιμά ο νικητής να είναι η φύση μας που επιθυμεί το ωραίο. Κανείς μας δεν θέλει να είναι δέσμιος τής ανάγκης όταν μάλιστα διαπιστώνει ότι εξ αιτίας της γεννιέται και αναπαράγεται η βία, ενδεικτικό όλων των μορφών τής ασχήμιας. Η συμφωνία μας στην εκλογή της φύσης του Ωραίου δείχνει ότι ο άνθρωπος αν και γεννήθηκε στον χώρο τής ανάγκης, επιθυμεί να δραπετεύσει. Και είναι το μόνο όν το οποίο έχει την πιθανότητα να το πετύχει διότι με εχέγγυο τον θαυμασμό ήδη δραπετεύει στον ελεύθερο χρόνο. Γιαυτό η φύση τής ανάγκης φοβάται και δεν περιορίζεται στις πραγματικές ανάγκες αλλά γεννά και πλήθος φανταστικών αναγκών ώστε να μειώνει  τον ελεύθερο χρόνο, και έτσι να εμποδίζεται η δράση της άλλης φύσης του ανθρώπου που μηχανεύεται την ελευθερία του.

Το παράδειγμα του δένδρου δεν είναι το μόνο που δεικνύει άμεσα την φύσει σχέση του ανθρώπου με το κάλλος, υπάρχουν και πλήθος άλλα σε κάποια από τα οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω για να βοηθηθούμε στην εξέταση της ελεύθερης σκέψης. Και είναι πολλά διότι τα αντικείμενα τα οποία προκαλούν τον θαυμασμό είναι πάμπολλα, φυσικά και τεχνητά, αισθητά και νοητά, όπως ένα δένδρο, μια μηχανή, ένας άνθρωπος, η δικαιοσύνη. Υπάρχει λοιπόν κάλλος μέσα σε τόσα πολλά και ποικίλα;! Αυτό θα το εξετάσουμε αργότερα. Επί του παρόντος, μιλώντας γενικά για την σχέση του ανθρώπου με τα αντικείμενα που προκαλούν τον θαυμασμό του, σημειώνουμε μόνον την ιδιαιτερότητα του κάλλους. Το κάλλος φύεται, υπάρχει, παρουσιάζεται ‘έξω’ από τα όρια του χώρου της Ανάγκης και ο άνθρωπος έχει την ιδιότητα να βλέπει το κάλλος σε πολλά αντικείμενα και να το εξετάζει μόνον όταν ελευθερώνεται από την Ανάγκη.  

Ένεκα αυτής της ιδιαιτερότητας, είτε ο χρόνος που διαθέτουμε για το ωραίο είναι λίγος ή πολύς, είτε η γνώση μας περί του ωραίου είναι μικρή ή μεγάλη, ένα είναι βέβαιο ότι σε αυτόν το χρόνο και για αυτή τη γνώση η σκέψη μας αποδεσμεύεται από τα στενά όρια που της επιβάλλει η ανάγκη, υπερβαίνει τα όρια και από δούλη γίνεται ελεύθερη. Επομένως κάθε αντικείμενο όταν το θαυμάζουμε ένεκα του κάλλους, γίνεται γνωστικό αντικείμενο της ελεύθερης σκέψης.

Όμως, όταν  η σκέψη υπερβαίνει τα όρια της ανάγκης για να γνωρίσει κάτι ωραίο, δεν αρκείται στις δυνάμεις που έχει για να εξυπηρετεί τον χώρο της ανάγκης, αναπτύσσει δυνάμεις νέες και πολύ ισχυρότερες. Ο θαυμασμός γεννιέται γιατί το ωραίο προβάλλει ένα πλήθος απορίες που για να απαντηθούν η σκέψη εφορμά αναπτύσσοντας τις δυνάμεις της. Και βέβαια όσο περισσότερο ελεύθερο χρόνο της διαθέτουμε τόσο περισσότερο γίνεται διεισδυτική έως και πολυμήχανη προκειμένου να μάθει να σκοπεύει, να ιχνηλατεί και να ανευρίσκει το ωραίο. Αν μάλιστα φθάσει να αποκτήσει τα κατάλληλα γνωστικά όπλα τότε ο άνθρωπος αποκτά και την δύναμη να κατασκευάζει το ωραίο.

Η ελεύθερη σκέψη λοιπόν, έχει το εξαιρετικό προσόν ότι δύναται να αναπτύξει γνωστικές δυνάμεις που υπερβαίνουν τον χώρο της ανάγκης και επομένως ανοίγει τον ορίζοντα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Έχει και δεύτερο προσόν. Ακριβώς επειδή η ελεύθερη σκέψη στοχεύει στο ωραίο, ο άνθρωπος που αγαπά να της χαρίζει χρόνο συνηθίζει το ωραίο και αποστρέφεται κάθε τι το άσχημο. Η συν-ήθεια του ωραίου είναι αιτία γέννησης του Ήθους. Ο άνθρωπος που αγαπά το ωραίο, έχει ήθος, επομένως δεν θέλει να πράξει κάτι άσχημο.

Με άλλα λόγια, η Αισθητική της ελεύθερης σκέψης θέτει το θεμέλιο του Ήθους.

Η σπουδαιότητα του ήθους είναι μεγάλη, διότι όταν το ήθος απουσιάζει, καλείται η ηθική, η οποία βρίθει αντιφάσεων, να γίνει κριτής του πράττειν – ακόμη και της επιστήμης! 

Έχοντας τα δύο ανωτέρω προσόντα, η ελεύθερη σκέψη δύναται να αναπτύξει και ένα τρίτο προσόν. Να ορίσει ποία είναι η ορθή χρήση του αντικειμένου η οποία έχει ως αποτέλεσμα την χρησιμότητα, και ποία είναι η άσχημη χρήση του η οποία έχει ως αποτέλεσμα την χρηστικότητα. Η διαφορά των δύο ειδών χρήσεως είναι ουσιώδης διότι η χρησιμότητα συνάδει με το ωραίο ενώ η χρηστικότητα καταστρέφει τη σχέση του ανθρώπου με το ωραίο. Κατέχοντας αυτή την γνώση, η ελεύθερη σκέψη δύναται να στραφεί προς τον χώρο της ανάγκης, να επεμβαίνει και να τον διευθετεί εις τρόπον ώστε οι ανάγκες να ικανοποιούνται επαρκώς χωρίς να παρεμποδίζουν την θέα του ανοικτού ορίζοντα προς το Ωραίο. Είναι απαραίτητο να κρατηθεί ανοικτός αυτός ο ορίζοντας διότι μόνον έξω από τον χώρο της Ανάγκης και μέσα στον τόπο του Κάλλους, ο άνθρωπος δύναται να παιδευθεί εν ελευθερία ώστε να γίνει αληθινός δημιουργός.

Διαθέτοντας αυτά τα τρία προσόντα, η σκέψη παρουσιάζεται να έχει τόση δύναμη κάλλους ώστε γίνεται η ίδια αντικείμενο θαυμασμού και μάλιστα το πρώτιστο, αφού ένεκα της δύναμής της ο άνθρωπος γνωρίζει όλα τα ωραία και έτσι, ως γνώστης με ήθος, ποιεί τα ωραία και γίνεται ο ίδιος ωραίος.

Θαυμάζοντας και γνωρίζοντας τούτη τη δύναμη του ανθρώπου, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αναγορεύουν την μελέτη για την ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης, σε Επιστήμη και συνομολογούν ότι αυτή οφείλει τη γέννησή της στον ελεύθερο χρόνο, την ‘σχόλην’ όπως τον ονομάζουν, και στον θαυμασμό.

Και βέβαια η επιστημονική σπουδή αναπτύσσει εξαιρετικά τα προσόντα τής ελεύθερης σκέψης, αλλά για να φθάσουμε να πιστέψουμε την σπουδαιότητά αυτής τής επιστήμης και να μετέχουμε σε αυτή στο μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να εξετάσουμε διεξοδικότερα τη σχέση τής ελεύθερης σκέψης με το κάλλος διότι εκεί φανερώνεται άμεσα και ευκολότερα ο χαρακτήρας της που είναι ο ίδιος και στον άνθρωπο που κατέχει την επιστήμη της και σε εκείνον που δεν την κατέχει.

Ας συνεχίσουμε λοιπόν την ερευνητική καταγραφή τής ένεκα του κάλλους σχέσης του θαυμασμού ανθρώπου και αντικειμένου, μιας και μεγάλοι διανοητές μας ειδοποίησαν για την δύναμή της ενώ εμείς, εντελώς αστόχαστα, λίγη σημασία τής δίνουμε.

                                                                            

                                                                                    ΦΙΟΡΕΝΤΖΗΣ ΦΑΙΔΩΝ

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ


                  ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ  ΠΛΑΤΩΝΟΣ


 

Ξεκινώντας να μελετήσουμε και να εκφράσουμε  σκέψεις σχετικά με το
Συμπόσιο του Πλάτωνα θα πρέπει να το δούμε, όπως και τα άλλα έργα του Πλάτωνα, ερωτικά, θα πρέπει να δώσουμε έστω και την ελάχίστη πίστη στον Πλάτωνα, ελάχιστη καλή θέληση για μάθηση, για βαθύτερη γνώση, για γνώση του ίδιου μας του εαυτού.

Όπως λέει ο Ησίοδος, κ’ εμείς δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε, ο Έρωτας είναι παιδί του Χάους γεννήθηκε ταυτόχρονα με την Γαία. Είναι δηλαδή το πρώτο δημιούργημα του κόσμου που ως γενεσιουργός δύναμη δημιούργησε τα πάντα. Μυθολογικά δηλαδή ο Έρωτας είναι Δημιουργός.

Αυτά εισαγωγικά για τον έρωτα μια και το Συμπόσιο που τώρα θα εξετάσουμε μιλάει, εξετάζει και εξελίσσει τον έρωτα.

Το Συμπόσιο στην ουσία του είναι συν-ουσία, γι’ αυτό και ο Πλάτωνας το ονόμασε Αγάθωνος συνουσίαν ή Συμπόσιον.

Αυτό λοιπόν το έργο θα εξετάσουμε όσο μπορούμε, όχι φιλολογικά, αλλά μεθοδολογικά, όχι δηλαδή πώς ο Πλάτων λέει κάτι, αλλά γιατί το λέει, και θα προσπαθήσουμε να δούμε τις δομικές αλήθειες του έργου. Έτσι θα τις ερμηνεύσουμε.

Το Συμπόσιο έλαβε χώρα στην πραγματικότητα το 416. Εξιστορήθηκε στον Πλάτωνα το 400 και γράφτηκε από το φιλόσοφο το 385. Αυτό μαζί με τον Σοφιστή και τον Πολιτικό αποτελούν έργα δορυφόρους της Πολιτείας.

 

                                                *

Ας κάνουμε μερικές ανθρωπολογικές σκέψεις πριν μπούμε στην εξέταση του Συμποσίου. Όταν ενώνονται δύο ζώα και φτιάχνουν ένα τρίτο έκγονο, αυτό είναι αποτέλεσμα ενός σχεδίου, που έχουν μέσα τους, το φέρουν μαζί τους, είναι καταγραμμένο μέσα τους. Αυτό λοιπόν το σχέδιο που έχουν τα ζώα δεν το έχει ο άνθρωπος, αυτός κάθε φορά μόνος του σχεδιάζει και κάθε φορά εξελίσσει τις δυνατότητές του. Αρχικά το εφαρμόζει πάντα πειραματικά και ανάλογα με το αποτέλεσμα προχωράει και το εξελίσσει. Έτσι δημιούργησε την έννοια του ανώτερου - κατώτερου και στην έννοια αυτή στήριξε τα μαθηματικά του και μέσω αυτού εκφράζονται όλες οι δομές που περιέχουν αυτή την έννοια, όπως είναι η έννοια επόμενος - ηγούμενος και λοιπά. Όλες επομένως οι σχέσεις διέπονται από την έννοια ανώτερος κατώτερος που είναι καθαρά μαθηματική και μεθολογική έννοια.

Κάθε είδος έχει τη δική του αρετή, έχει το δικό του καλύτερο - χειρότερο και η επιλογή που κάνει κάθε φορά που καλείται να σκεφτεί κινείται υπ’ αυτήν την ικανότητα..

Ο άνθρωπος πάντα κατασκευάζει μόνος του το ανώτερο - κατώτερο και βάζει χέρι στο Δημιουργό. Ο άνθρωπος προσπαθεί ν’ αλλάζει τα σχέδια του δημιουργού του και είναι το μοναδικό ον σε όλο το σύμπαν που ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Πρέπει γι’ αυτό να θαυμάζουμε τον άνθρωπο, είναι ένα ον που ελέγχει το Δημιουργό του. Η ερώτηση μετά από αυτά είναι: Μήπως ο άνθρωπος είναι ένα τέρας της φύσεως; Είναι δηλαδή μη ον; Ενώ όλα τα ζώα έχουν πρόγραμμα  το οποίο τους έδωσε ο Δημιουργός τους, και ίσως και στον άνθρωπο, αυτός ο τελευταίος το άλλαξε και πήγε αντίθετα στην φύση του. Έτσι ο άνθρωπος απέκτησε δική του οδό, ανεξάρτητα αν τόσους αιώνες κάνει και λάθη, αυτά είναι για τους ανθρώπους άλλωστε. Τα ζώα δεν κάνουν λάθη.

Αυτό είναι το ον άνθρωπος. Το μη ον είναι ανόητο, δεν έχει δηλαδή νόηση, δε συλλαμβάνεται από τον νου και από το λόγο, δεν υπάρχει.

O άνθρωπος λοιπόν είναι το μοναδικό ζώο που δεν έχει σφραγίδα για να κάνει το σπίτι του ή οτιδήποτε άλλο και κάθε φορά σχεδιάζει από την αρχή και κάνοντας λάθη προχωράει και προχωρώντας διορθώνει τα λάθη για να κάνει καινούργια. Έτσι εξελίσσεται.

Αν κρίνουμε τον άνθρωπο σκεπτικιστικά δηλαδή από τα αποτελέσματα, από τις αποδείξεις, γιατί σκεπτικισμός θα πει επιστήμη, θα πει απόδειξη, βγάζουμε τον άνθρωπο-τέρας.

Ο Σωκράτης ένα πράγμα μόνο ξέρει, ότι τίποτα δεν ξέρει και συνεχίζει λέγοντας ότι εγώ μόνο τα ερωτικά ξέρω, δηλαδή ξέρω να κάνω ερωτήσεις.

Οι βιοδομές έχουν μια τάση προς το ανώτερο και αυτό τους το υπαγορεύει η σωτηρία τους (το σώζεσθαί τους). Αν είχαν τάση προς το κατώτερο θα είχαν εξαλειφθεί, αυτές οι δυο έννοιες κατώτερο - ανώτερο είναι σημαντικές, γιατί δομούν όλα τα μαθηματικά όπως είπαμε παραπάνω. Οι φυσικές δομές είναι αυτές που τείνουν προς χαμηλότερη μορφή ενέργειας.

Τα ζώα, αντίθετα, εκτός από την βιοδομή τους, έχουν και μια στοιχειώδη νοοδομή και με αυτήν προσπαθούν να εξελιχθούν.

Οι αρχαίοι Έλληνες εξέταζαν αυτήν την νοοδομή των ζώων και του  ανθρώπου βέβαια. Η σημερινή κοινωνία, σε αντίθεση με την αρχαία  ελληνική, εξετάζει μόνο την βιοδομή, δηλαδή αν καταγόμαστε από τον πίθηκο ή όχι και αυτό είναι το λάθος, γιατί ενδιαφερόμαστε  να βρούμε την καταγωγή της  ζωοδομή μας, ενώ θα έπρεπε να ψάχνουμε την καταγωγή της  νοοδομής μας, μια και η τελευταία απλά συνυπάρχει  στην ζωοδομή, αλλά δεν είναι ο εξελικτικός κρίκος της, γιατί η νοοδομή έχει δικό της κόσμο να προβάλει.

 

                                                *

Ας δούμε την έννοια βέλος δηλαδή την εξέλιξη και μαζί με αυτήν και την δημιουργία. Το Συμπόσιο αναφέρεται πολύ στις έννοιες εξέλιξη και δημιουργία. Αυτές οι δύο έννοιες θεωρούνται μέρος που αφορά τη γενετική της δομής. Μια από τις θεματικές της γενετικής τους δομής είναι και η γενετική των αριθμών.  Αυτή εξετάζει το πώς παράγονται οι αριθμοί, αυτό είναι το πλέον ισχυρό κομμάτι της εξέτασης μιας δομής. Σ’αυτή λοιπόν την εξέταση αναλύουμε την αναλλοίωτον της κάθε δομής είτε είναι άνθρωπος, είτε αριθμός.

 

Ας έρθουμε στο Συμπόσιο να το εξετάσουμε ως καλλιτέχνημα,  να το προσεγγίσουμε  και αισθητικά, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο οι Έλληνες αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της τέχνης.

Η αισθητική προβάλει ( κατά πρώτον) την έννοια του κάλλους, το κάλλος είναι μια από τις κυρίαρχες εκφάνσεις του όντος, οποιουδήποτε όντος. Το ον στην ανώτερη βαθμίδα του εκφράζεται με τρεις τρόπους, με το κάλλος, με το μέτρο και με την αλήθεια και όλες οι εκδηλώσεις  του ανθρώπου στην τέχνη, στη φιλοσοφία και λοιπά, προσπαθούν να χειριστούν, όλοι προσπαθούν να αγγίξουν την ΄΄ αναλλοίωτον΄΄ και έτσι να την μελετήσουν.

Στο Συμπόσιο λοιπόν, πριν ακομα από την έννοια της δημιουργίας, ο Πλάτων  εμφανίζει την έννοια του κάλλους. Αυτό, παρόλο που είναι εύκολα αντιληπτό από τα αισθητήρια, όντας το πλέον απλωμένο, στην ουσία είναι το πιο δύσκολο από όλα, γι’αυτό και λέγεται ότι ο κύκλος δεν είναι διαστρωμάτωση του κάλλους,  μέτρο, αλήθεια, αλλά είναι κάλλος,  μέτρο, αλήθεια, Κάλλος. Εν τέλει δηλαδή το Κάλλος υπερτερεί, δεδομένου ότι όλα στον Πλάτωνα είναι Κάλλος. Αυτός είναι και ο σκοπός της ανθρώπινης σκέψης ο προορισμός της ανθρώπινης διαδρομής θα λέγαμε..

Το Κάλλος που εξετάζουν οι αρχαίοι Έλληνες δεν είναι το κάλλος των αισθητηρίων, αυτό το τελευταίο το υποβαθμίζουν χωρίς να το παραβιάζουν, γιατί έτσι θέλουν να αναδείξουν το της νοήσεως  Κάλλος. Εδώ όμως βρίσκεται η δυσκολία, γιατί αυτά τα δύο (το αισθητικό και το νοητό) συγχέονται και ο άνθρωπος, όντας διφυής, τα συγχέει. Έτσι εξηγείται γιατί η μισή Αθήνα ήταν ερωτευμένη με τον Σωκράτη που ήτανε κατάσκημος μεν αλλά πνευματικά πανέμορφος.

Ας έχουμε επιπλέον υπόψη μας, ότι πίσω απ’ τις έννοιες κάλλος, μέτρο, αλήθεια, ‘‘κρύβεται’’ μια μόνο έννοια, η έννοια της αρετής,  το πως δηλαδή οδηγούμαστε στο ¨τέλειον είδος¨ και υπ’ αυτό το πρίσμα εξετάζουμε πάντα τις τρεις αυτές έννοιες.

Σε ένα διάλογο του Πλάτωνα, στον Αλκιβιάδη, ο Σωκράτης λέει ότι είμαι πιο όμορφος από σένα και θα στο αποδείξω διαμέσου του κάλλους των αισθητηρίων. Εγώ, λέει, που έχω μάτια εξόφθαλμα,  βλέπω τον κόσμο πολύ καλύτερα από σένα και υπό ορθότερη οπτική γωνία, παρά τα δικά σου μάτια που είναι κανονικά. Εξετάζοντάς τα λοιπόν, σε σχέση πάντα με την αρετή των ματιών, τα δικά μου διαθέτουν μεγαλύτερη αρετή από τα δικά σου, γιατί η αρετή τους είναι να βλέπουν καλύτερα. Το ίδιο ισχύει και για την σιμή μου μύτη, τα μεγάλα αυτιά μου….. Ως εκ τούτου εγώ είμαι ωραιότερος από σένα.

 

                                                *

Στο Συμπόσιο ο Πλάτων  κάνει αναδίπλωση και χρησιμοποιεί τη μνήμη και την ανάμνηση των γεγονότων, όπως και στον Θεαίτητο και στον Παρμενίδη, στην Πολιτεία και σε άλλα έργα του. Αυτό είναι θεατρική γραφή και ετσι πρέπει να την δούμε.

Το θεατρικό Συμπόσιο ξεκινάει με την εισαγωγή, η οποία αποτελείται από δυο- τρεις σκηνές, μετά ακολουθεί το εγκώμιο στον έρωτα χωρίς όμως να εξετασθεί η περίπτωση του ψόγου. Ο ψόγος μπαίνει στη συζήτηση, αλλά όχι σαν κύριο θέμα και ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχει εγκώμιο χωρίς ψόγο, δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο. Άλλα μέρη, εκτός την εισαγωγή και το εγκώμιο είναι τα χωρία στα μιλούν όλοι ενώ στο μέσον του διαλόγου υπάρχει η συζήτηση του Σωκράτη με τον Αγάθωνα. Εκεί ο Σωκράτης λέει το καταπληκτικό: ‘‘Σε όλα όσα είπε ο Αγάθωνας  εγώ δεν έχω τίποτα να προσθέσω τώρα. Παρ’ όλα αυτά ένα θα πω, ότι δεν αρκούν αυτά, αν δεν γνωρίζουμε την αλήθεια’’. Σε αυτό το σημείο εισάγει την Διοτίμα και έχει λόγο που το κάνει, γιατί η Διοτίμα θα μιλήσει για την αλήθεια. Το τέλος γίνεται με την είσοδο του μεθυσμένου Αλκιβιάδη ο οποίος θα πει με τη σειρά του την αλήθεια ένεκα της μέθης του. Ο Αλκιβιάδης θα πλέξει το εγκώμιο όχι πλέον του έρωτος, αλλά του Σωκράτη.

Ο διάλογος του Σωκράτη με τον Αγάθωνα είναι προλειαντικός για να οδηγήσει στη μύηση της Διοτίμας. Λέει ο Σωκράτης: ¨Εσείς τα είπατε, αλλά ας ακούσουμε και κάποιον τρίτο, που σε μένα τα έχει πει καλύτερα ¨. Έτσι δικαιολογεί την παρέμβαση της Διοτίμας η οποία λέει την αλήθεια. Όλοι οι προηγούμενοι όρισαν τις ωφέλειες του έρωτος όχι το ¨τι έστιν¨ του έρωτος. Η Διοτίμα θα μιλήσει γι’ αυτό.

Ρωτάμε καταρχήν πότε ο δημιουργός που στην περίπτωση μας είναι ο Πλάτων κάνει τέχνασμα.  Τέχνασμα κάνει όταν φτάνει σε αδιέξοδο. Το τέχνασμα αποτελεί ένα τεράστιο ερωτηματικό της σκέψης, ασχολείται με το πώς η σκέψη τεχνάζει, με το πώς μηχανεύεται .

Όταν ο άνθρωπος  οδηγείται στο τέχνασμα, κάνει  ουσιαστικά μελέτη του πώς η σκέψη σκέφτεται  και αυτό είναι που λέγεται συνείδηση και κατ’ αυτό  διαφέρουμε από τα ζώα. Και τα ζώα κάνουν τεχνάσματα, αλλά δεν έχουν συνείδηση της ενέργειάς τους. Η σκέψη, λέει ο Πλάτων στον Θεαίτητο είναι συνομιλία της ψυχής με τον εαυτό της.

 

                                                *

Ας δούμε το Συμπόσιο τώρα πιο δομικά ως προσπέλαση δηλαδή της εποχής εκείνης. Ας δούμε όχι πλέον το ρόλο του Σωκράτη στην όλη διαδικασία, αλλά του Πλάτωνα. Αλώστε στο μισό βιβλίο ο Σωκράτης δεν μιλάει. Ας μπούμε στη θέση του δημιουργού, του καλλιτέχνη Πλάτωνα, ο οποίος, γράφοντας  αυτό το θεατρικό έργο, μας κάνει να βλέπουμε αυτό που λέμε δομή του θεατρικού έργου. Διαβλέπουμε πώς το στήνει, πώς το παρουσιάζει.

Ας προσεγγίσουμε το ρόλο της Διοτίμας. Η Διοτίμα είναι δυο φορές μάντις,  γιατί είναι αφενός μάντις, αφετέρου εκ Μαντινείας. Μιλάει για δαίμονες και ολόκληρο το Συμπόσιο στηρίζεται στη δαιμονολογία και στη θεωρία ότι οι δαίμονες είναι μεταξύ θεών και ανθρώπων, είναι δηλαδή κάτι ¨μεταξύ¨. Υπάρχουν καλοδαίμονες και κακοδαίμονες.

Οι μάντεις γνώριζαν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον και έτσι βοηθούσαν  αυτόν που έχει το πρόβλημα, υποδεικνύοντας  ποιόν δρόμο θα ακολουθήσει για να μην του δημιουργηθούν στο μέλλον προβλήματα.

Εδώ το βασικό στοιχείο είναι το ρήμα ¨οίδα¨ που θα πει γνωρίζω: από τη ρίζα ¨δα¨ βγαίνει ο δαίμων. Στην ουσία αυτό που πάντα επεδίωκε ο άνθρωπος ήταν πώς θα κάνει πρόγνωση, αλλά γνωστικά, Προμηθεικά ας πούμε.

Ο μάντης δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αλλάξει τα κακά που μαντεύει. Στο συμπόσιο η Διοτίμα ξέρουμε ότι απλά μετέθεσε την αρρώστια, το λοιμό, δεν τον ματαίωσε οριστικά.

Σε ένα θεατρικό έργο ο μάντης έχει ιδιαίτερο ρόλο, σε αντίθεση με τον χορό που εκπροσωπεί το κοινό, την κοινή γνώμη, τον κόσμο και έχει κάποια εξουσία, ο μάντης δεν έχει εξουσία αλλά επιρροή.

Η Διοτίμα στον Σωκράτη διδάσκει τα ερωτικά, δεν διδάσκει την μαντική τέχνη, γιατί αυτή δεν διδάσκεται, είναι προσωπική για τον καθένα. Όταν ο άνθρωπος αποκτήσει το προμηθεικό στοιχείο, δεν θα έχει ανάγκη τους μάντεις, αλλά αυτός ο ίδιος θα προνοεί για την ζωή του ή για οτιδήποτε άλλο. Τότε και μόνο τότε η μαντική σε αυτή της την μορφή διδάξιμη. Ο φιλόσοφος είναι αυτός που θα βρει ένα τρόπο, ώστε να μπορεί η ανθρώπινη δομή να προνοεί, δηλαδή να δίνει λύση σε κάθε πρόβλημα εκ των προτέρων. Στα μαθηματικά λ.χ., σε μια ακολουθία ξέρω εκ των προτέρων αν θα παρουσιασθεί αντίφαση ή όχι και προχωράω ανάλογα, γιατί έχω το προμηθεικό στοιχείο μέσα στη δομή των μαθηματικών.

Ο Έλληνας γνωρίζοντας την εσώτερη φύση του ανθρώπινου ¨είναι¨, προσπαθεί να προνοεί και αυτή είναι η εσώτερη ανάγκη του ανθρώπου. Στο  ζωικό βασίλειο  τα ζώα που προνοούν είναι λ.χ. το μυρμήγκι,και, ως εκ τούτου, αυτό βρίσκεται σε ανώτερη δομή από την ζέμπρα. Ο πολιτικός  και ο στρατιωτικός πρέπει να έχουν την δυνατότητα να προνοούν την κάθε κίνηση του αντιπάλου, όπως γίνεται στο σκάκι: Όσες περισσότερες κινήσεις του αντιπάλου προνοήσεις, τόσο πιο σίγουρη έχεις τη νίκη.

Ας πάμε ξανά πίσω στο Συμπόσιο να δούμε ένα μεγάλο ερώτημα. Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς με τέτοια πρόσωπα που διαλέγονται όπως, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Αριστοφάνης ο κωμικός, ο Σωκράτης και οι υπόλοιποι, ο Πλάτωνας εισάγει στο διάλογο τη Διοτίμα. Ποια σχέση έχει αυτή; Γιατί κανένας από τους παρευρισκόμενους, ακόμα και από τους νεώτερους μελετητές δεν επαναστατεί; Γιατί κανένας δεν επαναστατεί από τον μεθυσμένο Αλκιβιάδη που έρχεται από πίσω, έναν Αλκιβιάδη απορριπτέο από  την Αθήνα, που επαναφέρει τις αυλητρίδες τις οποίες είχε διώξει ο Ερυξίμαχος ο οποίος δεν ήθελε μέθη και ακολασίες; Ο  Αλκιβιάδης τις ξαναφέρνει όλες μέσα ανατρέποντας το μέχρι τότε σκηνικό. Γιατί; Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Πλάτων κάνει φιλοσοφία: Γιατί λοιπόν τα κάνει όλα αυτά; Στο μεν θεατρικό συμπόσιο κάπως δικαιολογείται, αλλά στο φιλοσοφικό συμπόσιο τι γίνεται;

Το Συμπόσιο αποτελεί μια τρομερή ειρωνεία, για να μην πούμε ύβρη, για όλους τους τραγικούς και κωμικούς ποιητές της εποχής του. Αν το δούμε λοιπόν σαν ειρωνεία θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στη δύσκολη παραπάνω ερώτηση, με την γνωστή μέθοδο του Πλάτωνα στην οποία καταφεύγει όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο.  Θα τεχνάσουμε. Θα κάνουμε ένα τέχνασμα δηλαδή και αφού δούμε όλο το Συμπόσιο και το κατανοήσουμε, τότε και μόνο τότε θα φανεί ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο εμφανίζονται αυτά τα παράδοξα στοιχεία μέσα στο κείμενο που είναι μεν θεατρική η μορφή του, αλλά που πάντα εξακολουθεί να είναι φιλοσοφικό κείμενο.

Αρχικά θα εξετάσουμε το έργο σαν μια θεατρική κωμωδία μιας και πολλοί το κατατάσσουν σ’ αυτό το είδος. Ας εξετάσουμε λοιπόν αν είναι τέτοιο. Τα πρόσωπα που παρουσιάζει η τραγωδία είναι πάντα μυθικά και ανήκουν στην εξουσία, ενώ στην κωμωδία είναι πρόσωπα του λαού με πολιτικούς, φιλόσοφους και γενικά πρωταγωνιστεί η καθημερινή ζωή. Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο. Στην κωμωδία τώρα,  μορφικά εξεταζόμενη, η δημοκρατία άρχει σε όλα. Η δημοκρατία κυριαρχεί με όλα τα στοιχεία της δηλαδή τους άρχοντες, τους αρχόμενους, τους δούλους και τους λοιπούς. Πού λοιπόν θα κατατάξουμε το Συμπόσιο;

 Οι πρωταγωνιστές είναι της διανοητικής και γενικά της πνευματικής ελίτ. Το φαινόμενο αυτό είναι περίεργο, γιατί η όλη πλοκή στηρίζεται στην γνώμη των ολίγων, δεν στηρίζεται δηλαδή στη γνώμη των πολλών όπως στην κωμωδία, ούτε στη γνώμη του ενός εξουσιαστή όπως στην τραγωδία, και, ως εκ τούτου, η απορία παραμένει.

Ας δούμε όμως τώρα γιατί επέλεξε ο Πλάτων τον Φαίδρο, τον Παυσανία, τον Ερυξίμαχο, τον Αριστοφάνη, τον Αγάθωνα, τον Σωκράτη και τα έβαλε να μιλάνε με κάποια σειρά. Μήπως η σειρά αυτή είναι συμβολική, μήπως καθένας τους συμβολίζει κάτι;  

Ο Φαίδρος λ.χ.  που μιλάει πρώτος αναφέρεται στον Ησίοδο αναφέρεται στην κοσμογονία, στους μύθους, στον Άδη, στον Αχιλλέα κ.ο.κ., κάνει δηλαδή εισαγωγή στην παράδοση αναφέρεται στην ιστορική περίοδο του μύθου .

Ο Παυσανίας που μιλάει κατόπιν αναφέρεται στην πάνδημη και στην ουράνια Αφροδίτη, στα καλά και στα κακά της κάθε μιας, για τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Ο Παυσανίας λοιπόν μας οδηγεί στην επόμενη ιστορική περίοδο από αυτήν του Φαίδρου, δηλαδή την περίοδο του Ομήρου, που είναι η περίοδος του έπους.

Ο γιατρός Ερυξίμαχος που παρεμβαίνει μετά έρχεται πια στην εποχή της επιστήμης, που αυτή κυριαρχούσε τότε, στη χρυσή δηλαδή περίοδο της ιατρικής και των άλλων επιστημών. Τότε ο Ιπποκράτης έγραφε τα πρώτα φιλοσοφικά βιβλία και έκανε την διασύνδεση της ιατρικής με την φιλοσοφία. Εδώ βλέπουμε ότι οι προσωκρατικοί στην ποίησή τους έχουν πολλά κοινά με τον λόγο του Ερυξίμαχου και περισσότερο απ’ όλους  ο Εμπεδοκλής που ασχολήθηκε με τον προθάλαμο της ιατρικής που είναι η φυσιολογία, δηλαδή με τις ισορροπίες, θερμό -  ψυχρό τη φιλότητα - νίκος  κ.λ.π.

Με τον Αριστοφάνη που θα μιλούσε πριν από τον Ερυξίμαχο αλλά τον έπιασε λόξυγκας και άλλαξε η σειρά παρεμβάσεων, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει για να μπορέσει να ακολουθήσει ο Πλάτων την όλη χρονολογική σειρά. Με τον Αριστοφάνη λοιπόν εμφανίζεται η τέχνη, γιατί αυτός εκπροσωπεί την κωμωδία, ο δε Αγάθων στη συνέχεια εκπροσωπεί την τραγωδία. Εδώ βλέπουμε ξανά αυτό που έκαναν οι Έλληνες μετά τους Ασυρίους:΄Έσπασαν τα στεγανά της θρησκείας με την τέχνη, γιατί αυτή ελευθέρωσαν πρώτη. Ελευθερούμενη η τέχνη άνοιξε το δρόμο στην  επιστήμη. Η σειρά μετά από αυτό, δείχνει να ακολουθεί ιστορικά και πολιτισμικά  βέβαια, η τέχνη, και η επιστήμη. Αυτό έγινε και στην Αναγέννηση: Πρώτη ανέτειλε η τέχνη και μετά το 1600 ήρθε η επιστήμη με τους διαφωτιστές. Πάντα η τέχνη κάνει τις τομές και ανοίγει δρόμους ελευθέριας. Πάντα θα υπάρχει ένας Αισχύλος που με τον Προμηθέα του θα τα βάλει με τους θεούς. Στο Συμπόσιο η τέχνη είναι αυτή που πρέπει να κτυπήσει τη θρησκεία και αυτό κάνει ο Αριστοφάνης, μάχεται τους θεούς, αλλά η επανάσταση φθάνει σε ένα σημείο. Στη συνέχεια πάλι σκύβει στους θεούς, η τέχνη δεν μπορεί να προχωρήσει περαιτέρω  πρέπει να έρθει μετά η επιστήμη και η φιλοσοφία για να ολοκληρώσουν την επανάσταση και αυτό κάνει εδώ ο Πλάτων. Πρώτα μπαίνει η κωμωδία  που λόγω του πατέρα της του διθύραμβου είναι αρχαιότερη και ακολουθεί η τραγωδία την οποία εκπροσωπεί ο Αγάθωνας. Μετά τον Αγάθωνα αναδύεται ο φιλόσοφος Σωκράτης με την Διοτίμα για να ολοκληρωθεί έτσι η επανάσταση.

Τον έπαινο, λέει ο Αριστοτέλης, τον χρησιμοποιούμε για τον χαρακτήρα τινός, ενώ το εγκώμιο για τα αποτελεσματικά του έργα. Ο  Συκουτρής μεταφράζει τον έπαινο ως εγκώμιο και είναι λάθος, γιατί μπορεί να έχεις κακό χαρακτήρα, αλλά τα έργα σου να είναι καλά και το αντίθετο. Κάθε φορά πρέπει να περιγράψεις ακριβώς τι εννοείς.

Στην Πολιτεία λέει ότι υπάρχουν τρία είδη αγαθού εκείνο που αγαπάμε για αυτό το ίδιο, όχι ένεκα των αποτελεσμάτων του, όπως λ.χ. το σώμα μας. Το δεύτερο είδος το αγαπάμε για αυτό το ίδιο και για τα αποτελέσματα του, όπως το φαγητό. Το δε τρίτο είδος το αγαπάμε  μόνο για τα αποτελέσματα του, όπως λ.χ. τη γυμναστική.

Το συμπληρωματικό του έρως είναι το αντέρως που σημαίνει αμοιβαίος έρως, όπως λ.χ. όταν αντιδεξιώνομαι, ανταποδίδω την δεξίωση. Αντίθεος όμως είναι εκείνος που δεν δέχεται την ύπαρξη του θεού, που την καταπολεμεί, ο θεόμαχος .

Ο Αλκιβιάδης βάζει και τον εραστή και τον ερωμένο στο θεατρικό ρόλο. Στον ερωμένο δίνει μεγαλύτερη άξια από όλους τους προηγούμενους, κάνει τον έρωτα διπολικό, γιατί ο Σωκράτης είναι και εραστής και ερώμενος, ο λόγος του είναι έτσι συμπληρωματικός στο λόγο της Διοτίμας.

Ας δούμε τώρα την έννοια της μέθης του Αλκιβιάδη που προβάλει μια άνευ όρων αλήθεια. Αυτή την αλήθεια τη δέχεται ο Σωκράτης χωρίς αντίρρηση. Εδώ έχουμε μέθη και στον Πόρο η μέθη είναι από το ρήμα μάω, από την μύηση δηλαδή. Ο Αλκιβιάδης είναι  μεθυσμένος και ο μεθυσμένος δεν λέει ψέματα, από δω και πέρα, ό,τι ακουστεί είναι αλήθεια και αυτή η σκηνή δίνει ζωντάνια σε όλο το έργο. Στο στάδιο της μυήσεως η ψυχή μετέχει πολύ περισσότερο από το νου, μετά υποχωρεί η ψυχή και προχωρεί ο νους, η χημεία μεταξύ δυο ανθρώπων είναι έννοια που ανήκει στο στάδιο της μυήσεως, αλλά η μύηση δε μένει πάντοτε μύηση, εξελίσσεται  σε διδασκαλία, η μέθη είναι βοηθητική, γιατί ο Αλκιβιάδης βάζει την ψυχή του να μιλήσει, αφού κατά τα λοιπά τον θεωρούσαν εξαγορασμένο.

Ο Παρμενίδης λέει πως εκείνος που βλέπει τα φώτα, δηλαδή ο φωτισμένος που δεν είναι ο γνώστης, αλλά που μπορεί να οδηγηθεί στη γνώση, αφορμάται, γιατί τον ωθεί η ψυχή του. Οι φοράδες τον πάνε όσο η ψυχή το επιθυμεί, μακριά, και στη συνέχεια τον οδηγούν οι θεές οι οδηγήτριες, όταν όμως φτάνει στη δαίμονα Δίκη η οποία πρόκειται να του μιλήσει για την αλήθεια. Τότε, λέει ο κούρος,  το άρμα σταματά και κατεβαίνει. Το άρμα στέκεται και οι δαιμόνισες, (Ηλιάδες κόρες) που τον συνόδευαν μένουν παράμερα και αρχίζει ο κούρος  μόνος του να συνομιλεί με την Δίκη. Εδώ μπαίνει το νοείν στη μέση και του μιλάει για την πειθώ και την αλήθεια. Ωστόσο, όσο κινείται προς την Δίκη, οδηγείται απ’ την ψυχή του, ενώ όταν φτάνει, η ψυχή σταματά και αρχίζει ο νους να νοεί. Βέβαια, η ψυχή τον έχει οδηγήσει εκεί, δεν μπορεί να πάει μόνος του, γιατί είναι όργανο της ψυχής του.

Ας επιστρέψουμε στο Συμπόσιο. Είπαμε ήδη τι εκπροσωπεί καθένας από τους έξι. Και αυτά τα έξι πρόσωπα χωρίζονται σε δυο τριανδρίες: Φαίδρος, Παυσανίας, Ερυξίμαχος και Αριστοφάνης, Αγάθωνας και Σωκράτης. Αυτός ο διαχωρισμός γίνεται από τον Πλάτωνα γιατί άλλα εξετάζουν οι πρώτοι και άλλα οι δεύτεροι. Οι πρώτοι εξετάζουν την περιοχή του ήθους, οι δεύτεροι  την περιοχή της γνώσης, αυτή δηλαδή που δεν μπορεί να καλύψει το ήθος της παιδείας.

Στην δικιά μας την εξέταση ξεκινάμε από την αρχή, σύμφωνα με το κείμενο, από τον Απολλόδωρο που είναι μαθητής του Σωκράτη. Τα λεγόμενά του τα έχει διασταυρώσει με το δάσκαλο και με τον εταίρο Γλαύκωνα που είναι αδελφός του Πλάτωνα. Αυτός κάνει την διήγηση και απευθύνεται στο κοινό, και θα δούμε ακόμη ότι μερικές στιγμές κάνει το ίδιο και ο Αριστόδημος, ακόμη και ο εταίρος, που είναι ο Γλαύκων.

O Απολλόδωρος ομολογεί ότι ζούσε άσκοπα την ζωή του, μέχρι που συνάντησε τον Σωκράτη και άρχισε να ασχολείται με την φιλοσοφία.

Στο κείμενο βλέπουμε να λέει ότι από αυτή την συνάντηση όχι μόνο ωφελείται, αλλά χαίρεται. Όλο το Συμπόσιο στηρίζεται σε αυτές τις δυο λέξεις: με την ωφέλεια, που στην περίπτωση μας σημαίνει πως δεν κάνω καλό, αλλά πως ωφελώ, κάτι που δηλώνει πνευματικό καλό. Κατά το δεύτερο ρήμα, το χαίρειν και χαρίζεσθαι, δομικό και απαραίτητο ρήμα για την ύπαρξη φιλίας, ο φίλος χαρίζεται στον φίλο. Εδώ ο Πλάτων χρησιμοποιεί το ¨υπερφυώς χαίρειν¨ που είναι πάνω από το υπερβολικό.

Ξαναβλέπουμε στο 177b τα ρήματα χαρίσασθαι, χαίρω, από τις οποίες παράγονται οι λέξεις χαρά, χαρίζομαι, χάρις, εύχαρις, ευχάριστος, χαρίεν. Μετά το λέγω, η πιο σημαντική λέξη είναι το χαρίζομαι και χαρίζω. Όταν χαρίζω, η κίνηση αυτή επιστρέφει χαρά εμένα που χαρίζω. Στο Σοφιστή λένε οι άλλοι στο ξένο: ‘‘ ξένε εσύ θέλουμε να μας πεις  την γνώμη σου που έρχεσαι από ξένα μέρη’’  και αυτός απαντάει: ‘‘Είμαι υποχρεωμένος, γιατί σε φίλους πρέπει να χαριστώ, γιατί αν δεν το κάνω δεν θα είμαι φίλος σας’’. Φιλία χωρίς χαρίζομαι δεν υπάρχει.

Πιο κάτω λέει πως ο όρος ‘‘μανικός’’ παράγεται από το μαίνομαι. Είναι σημαντική λέξη, κλειδί, οριοθετεί όλο το Συμπόσιο. Από το  μάω, που σημαίνει επιθυμώ σφοδρά, ορμώ ένεκα επιθυμίας προς κάτι, παράγεται το μάντης, η μανία, το μένος, το μαίνομαι, ο μανικός. Το ρήμα μάω εκτός από την έννοια αυτή σημαίνει και σκέπτομαι και διαλογίζομαι, και αυτό σημαίνει πως το σκέπτομαι έχει μέσα του μια δυναμική: Σκέπτομαι ενεργά. Εκείθεν και το ρήμα μαστεύω που σημαίνει ζητώ, ερευνώ, μανθάνω, μέμνημαι, μνήμη, μαστροπός, μαστήρ που είναι ο ερευνητής. Η ρίζα μα, και η ρίζα αρ, έχουν τεράστια δυναμική,  από την τελευταία έχουμε τις λέξεις ο αρμός, η αρετή και η αρμονία, βασικές και θεμελιώδεις λέξεις για την επεξεργασία των κειμένων του Πλάτωνα.

Στο 174a  διαβάζουμε τη φράση ‘‘φοβηθείς τον όχλον’’ που εννοεί την παράσταση του Αγάθωνα, όταν δηλαδή που τον στεφάνωσαν, και αυτή η έκφραση, είναι έκφραση - ιδιότητα των φιλόσοφων, είναι ειρωνεία, γιατί ο όχλος  εθεωρείτο μέγας σοφιστής. Ο σοφιστής πάντα εξυπηρετούσε τα πάθη του όχλου, γι’ αυτό γινόταν και αρεστός, γιατί κολάκευε τον όχλο. Έτσι θα δούμε τον φιλόσοφο να  φοβάται τον όχλο, γιατί   τα όπλα του φιλοσόφου είναι η διαλεκτική και ως γνωστόν δεν κάνεις διαλεκτική με τον όχλο. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς εκείνη σχέση που εκφράζει ο Οράτιος (carmina 3,1,1.) με την αποστροφή : ‘‘μισώ το χυδαίο όχλο και τον κρατώ μακριά μου’’ (odi profamum vulgus et argeo).

Πιο κάτω, στο 174α θα προσέξουμε τις έννοιες κάλλος, αγαθός, κρείττον, άριστον. Ο Απολλόδωρος λέει ότι ¨εις των αγαθών τα τραπέζια ακάλεστοι πηγαίνουν οι αγαθοί ¨ παραφράζοντας τον Όμηρο, χρησιμοποιεί επίσης το ρήμα επαινούμαι.  Οι έννοιες αυτές δένουν το κείμενο, ενώ στη συνέχεια θα πει ότι περί επαίνου θα μιλήσουμε παρακάτω, γιατί θα μπει στις έννοιες έπαινος και ψόγος.

Ο Αγάθων θέλει τον Σωκράτη δίπλα του, για να τον ακουμπάει ούτως ώστε να είναι απολαυστική η επαφή μαζί του και ακόμη να αποκτήσει λίγη από την σοφία του δασκάλου. Ο Σωκράτης του λέει ότι καλά θα ήταν να μπορούσε να μετακινηθεί η σοφία από το γεμάτο στο αδειανό δοχείο, αλλά δε γίνεται.

Λέει παρακάτω στο 175ε συναντάμε τη λέξη υβριστής που είναι σημαντική  λέξη για τους Έλληνες. Αυτοί ήξεραν πώς να μετατρέπουν την ύβρη σε ευλογία. Για τον υπερβάτη άνθρωπο λέει ο Ελύτης ¨ήρθε η στιγμή, Μαρία Νεφέλη, πάρε το χέρι μου σε ακολουθώ και το άλλο υψώνω, δες με την παλάμη ανεστραμμένη, ανοίγοντας τα δάκτυλα, ένα ουράνιο άνθος, ύβρις όπως θα λέγαμε, ή και αστήρ, ύβρις αστήρ, ύβρις αστήρ, ιδού το στίγμα φίλοι, πρέπει να κρατήσουμε την επαφή μη μου γελάτε την τόση αδεξιότητα και είναι το ξέρετε ενάντιος ο καιρός¨.

Άλλα ρήματα σημαντικά είναι το κρίνω, το λέγω, και το μητίσατο: από το τελευταίο παράγονται το μηχανεύομαι, μητάωμαι μητώμαι και ας σημειωθεί πως το μη προέρχεται από την Μήτιδα που ήταν παντοδύναμη, πάνσοφη πελασγική Βασίλισσα Θεά, γιατί οι πελασγοί είχαν μητριαρχία. Ο Δίας παντρεύεται την Μήτιδα και την σκοτώνει, επειδή η Μήτις ήταν παρά πολύ σοφή και φοβήθηκε ότι με την σοφία της θα έβγαινε πάνω από εκείνον: μετά παντρεύεται την Ήρα.  Ο Δίας λοιπόν την κατάπιε ενσωματώνοντας έτσι την σοφία της μέσα του, και ο ίδιος ως εκ τούτου έγινε σοφός. Η Μήτις όμως ήταν έγκυος στην Αθηνά και ο Ήφαιστος την έβγαλε από το κεφάλι του Δία κτυπώντας τον με ένα σφυρί. Το ρήμα μητάωμαι μητώμαι θα πει έχω εξαιρετική σοφία, μηχανεύομαι, ρίσα είναι το μη. Από την ίδια ρίζα βγαίνει το μα που σημαίνει μανθάνω. Από το μη επίσης παράγεται το Προμηθέας  ως έχων το μη μέσα του, γιατί η πρόνοια, η πρόγνωση, η πρόβλεψη,  ταυτίζεται με τον Προμηθέα, η επίνεια( ?) πάει με τον Επιμηθέα, την Πανδώρα τη δώσανε στον Επιμηθέα αδελφό του Προμηθέα και αυτός όντας  εμπειρικός, δε μπορούσε να προβλέψει ότι η γυναίκα του η Πανδώρα θα άνοιγε το κουτί με όλα τα κακά.

Στο 178e  ¨η ου μηχανή γένοιτο¨ το μη είναι από το γνωστό μη, το μηχανεύομαι που είπαμε πιο πάνω και το οποίο εδώ σημαίνει πως ψάχνω να βρω τον κατάλληλο τρόπο, όχι οποιοδήποτε τρόπο, τον κατάλληλο.

Στο 179b  η περίπτωση της Άλκηστης που χαρίστηκε στον άνδρα της και του χάρισε - πρόσφερε τη ζωή της και λέει, ότι χάρη στον έρωτα της φάνηκε σε αυτούς (τους γονείς) πολύ ανώτερη ώστε να αποδείξει ότι ¨ξένοι ήσαν τούτοι προς τον ιόν τους¨ δηλαδή ο έρωτας είναι ανώτερος από την συγγένεια, εδώ ανατρέπεται η εξ’ αίματος συγγένεια και η Άλκηστις κάνει Την Υπέρβαση. Στην ¨καθ έρωτος συγγένεια¨ αυτό που λέει ¨υπερβάλετο τη φίλια¨ για τον έρωτα ώστε ¨απόδειξε αυτούς αλλότριους όντας και ονόματι μόνο προσοίκοντας¨ .

Στο 180a λέει ότι πιο κοντά στους θεούς είναι ο εραστής παρά ο ερώμενος αφού μέσα του ο εραστής έχει τον θεό. Το παράδοξο είναι τώρα ότι  ο ερώμενος είναι αυτός που κάνει την ηρωική πράξη.

Εδώ αρχίζει και ο ερώμενος και συμμετέχει στο θείον, η βασική αρχή του εραστή - ερώμενου ήταν η αρχή δασκάλου - μαθητή και στο τέλος εκεί κατέληξε, γιαυτό κρατούν την λέξη παιδικά. Στον ερώμενο εδώ γίνεται μια ανατροπή ένα τουμπάρισμα θα λέγαμε που θα δούμε στο τέλος να βγάζει τον Σωκράτη ερώμενο και όχι εραστή. Οι θεοί για τον ερώμενο καμαρώνουν περισσότερο απ’ότι για τον εραστή. Το συμπέρασμα είναι ότι ο μαθητής πρέπει να γίνει ανώτερος του δασκάλου. Στο τέλος της ομιλίας του Αγάθωνα λέει τη λέξη ¨κύριος¨ αυτή προέρχεται από το κύρος, κύριος είναι αυτός που έχει κύρος.

Λόγος Παυσανίου, οι δυο μορφές της Αφροδίτης, ως αμήτωρ και κόρη της Διώνης, δίνει δύο Αφροδίτες την ουράνια και την πάνδημον.

Στο 181a μιλάει για την κάθε πράξη, αυτήν λεει ότι δεν είναι από μόνη της καλή ή κακή αλλά αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο τρόπος που αυτή γίνεται. Αν ο τρόπος είναι αγαθός και η πράξη τότε είναι αγαθή, αν ο τρόπος είναι άδικος και η πράξη τότε είναι άδικη. Εδώ οι Έλληνες αντιστρέφουν τη γνωστή ρήση του Μακιαβέλι (ο σκοπός αγιάζει τα μέσα) οι Έλληνες λένε (τα μέσα αγιάζουν το σκοπό). Αυτή είναι μια μεγάλη θεμελιώδης θέση των Ελλήνων όπως θα δούμε και στον Φίληβο που λέει ο Πλάτων ότι η έννοια ηδονή από δικού της δεν είναι καλή ή κακή, αλλά ανάλογα με τον τρόπο της χαρακτηρίζεται ως καλή ή κακή αντίστοιχα.

O Παυσανίας δεν διασυνδέει τις γυναίκες με τα σώματα και τα παιδιά με τις ψυχές, λέει ότι αγαπά τις γυναίκες γιατί ερωτεύεται τα σώματα των γυναικών. Όταν κάποιος πλησιάζει τα παιδάκια και τα ερωτεύεται για το σώμα τους, αυτό είναι φαύλο γιατί δεν πρέπει να τα ερωτεύεται για αυτό αλλά για την ψυχή τους. Ο Παυσανίας αποκλείει στα παιδιά τη  χρήση του σώματός τους και παρακάτω κάνει νόμο που το απαγορεύει και το καταδικάζει. Στις γυναίκες λέει όταν χρησιμοποιούν το σώμα για το σώμα κάνουν καλό, γιατί κάνουν παιδιά, όταν το ίδιο το κάνουν στα παιδιά είναι καταδικασμένο, φαύλο και κακό. Σαφώς υποβιβάζει τον σαρκικό έρωτα και τον κατατάσσει χαμηλότερα από τον ψυχικό. Ακόμα κάνει ένα διαχωρισμό λέγοντας ότι σαρκικός έρωτας νοείται μόνο μεταξύ ανδρός και γυναικός, δεν νοείται μεταξύ των ομοφύλων, αυτόν τον καταδικάζει, και έτσι προσπαθεί να διαχωρίσει το σώμα από την ψυχή. Ο διαχωρισμός αυτός δίνει στην πάνδημο Αφροδίτη τα του σώματος, στην δε ουράνια τα της ψυχής. Οι δε ιδιότητες της πανδήμου προέρχονται από την γέννηση της από την μητέρα της τη Διώνη που είναι ύλη.

Ο Παυσανίας ξεφεύγει από την παιδεραστία και την καταδικάζει,  αποκλείοντας τον παιδικό έρωτα, εκτός αν απευθύνεσαι την ψυχή του παιδιού και όχι το σώμα του. Αυτό πια είναι η καθαρή σχέση δάσκαλου μαθητή.

Ο Παυσανίας είναι η τομή, είναι η μετάβαση από το έπος στην πολιτεία και εδώ ομιλεί για τα κακά που έχουν εμφανιστεί με την εμφάνιση της πολιτείας, κακά τα οποία δε γνώριζαν από την αρχή. Πολλοί  έπαιρναν τα παιδιά σαν δάσκαλοι, με ψυχικό δεσμό και αυτοί χρησιμοποιούσαν τα σώματα τους. Εδώ ο Παυσανίας λέει ότι αυτά είναι αισχρά και ότι με αυτό στη συνέχεια κόβουμε τα παιδικά από την πολιτεία και επιτρέπουμε σχέσεις άνδρα με άνδρα, αν θέλουν να συνευρεθούν, όταν φτάσουν στη σωστή ηλικία ούτως ώστε να έχουν κρίση  και να είναι πια αυτοί υπεύθυνοι για αυτή τη σχέση. Σαφώς προσπαθεί να αλλάξει κάτι κακό και να το διορθώσει. Επιτρέπει τον σαρκικό έρωτα μόνο στους εφήβους, αφού πρώτα έχουν βγάλει τρίχες όπως λέει. Στους δούλους τώρα απαγορεύονταν δυο πράγματα: η γυμναστική και ο έρωτας, να ερωτεύονται δηλαδή, όχι ο σαρκικός έρωτας.

Θα κάνουμε τώρα ορισμένες τομές στον Φαίδρο και στον Παυσανία γιατί από αυτούς θα πάρει η Διοτίμα τις περισσότερες γνώμες περί έρωτος, τις οποίες θα φιλτράρει και θα τις δομήσει από την αρχή.

Ο έρως είναι αναίτιος, δεν έχει πατέρα ούτε μάνα και επομένως δεν έχει αίτιον πίσω του, ο ίδιος όμως είναι αίτιος μεγίστων αγαθών, είναι δηλαδή επ’αγαθώ και όταν αργότερα μιλήσει για την αρετή,  αποκλείει την ιδέα κατά την οποία ο έρως μπορεί προκαλέσει κακό.

Λέει ακόμα δια ‘‘τω καλώς βιώσασθαι’’ εννοώντας τον τρόπο του καλού βίου, δηλαδή εξέλιξη σε στάδια τα οποία έχουν πάντα το πράττειν. Σε αυτό το σημείο κάνει λογο για το αντίθετο του καλού που είναι στο  Συμπόσιο το αισχρό, (δεν είναι το κακό το αντίθετο του καλού, αλλά το αισχρό), γιατί καλό κατά το Συμπόσιο είναι το ωραίο.

Η δεύτερη τομή που χρησιμοποιεί σε σχέση με το καλώς βιώσασθαι είναι η έννοια του εραστή ερωμένου.

Η τρίτη είναι η έννοια της αθανασίας, αναφορόμενος στην Άλκηστη η οποία έχει την τιμήν των θεών. Οι τομές αυτές είναι σημαντικές για την κατανόηση του Συμποσίου και εισάγονται από τον Πλάτωνα διευκρινιστικά.

Ο Φαίδρος παρακάτω εισάγει το θέμα του έρωτα σε σχέση με την έννοια του θανάτου, κάνει δηλαδή μια εισαγωγή για αυτό για το οποίο θα μιλήσει αργότερα η Διοτίμα. Στο θέμα αυτό δημιουργεί τομή στους θεσμούς, δηλαδή στις συγγένειες του αίματος και του έρωτος και στον έρωτα δίνει την προτεραιότητα. Οι δεσμοί αίματος αναφέρονται στην ζωή γιατί δεν επιλέγονται, ενώ ο έρωτας είναι επιλογή του ανθρώπου, είναι βίος.

Ο Παυσανίας λέει ‘‘ουκ έτσι άνευ έρωτος Αφροδίτη’’ (180b) και όχι το αντίθετο (180d), όπου η Αφροδίτη είναι θεά του έρωτος, κατά τρόπο που όπου δεν υπάρχει έρως, δεν υπάρχει και αυτή, αφού είναι η θεά Του έρωτος.

Ας δούμε τώρα την έννοια του Θεού. Ο άνθρωπος επινόησε την έννοια του Θεού από φόβο για το άγνωστο. Όλα αυτά καταλήγουν στο υπερβατικό, δηλαδή όλα αυτά τα οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξηγήσει ανήκουν σε ένα άλλο κόσμο, που είναι ο κόσμος του υπερβατικού. Ο άνθρωπος έχει έρωτα προς το υπερβατικό, θέτει την έννοια του Θεού και οποιασδήποτε δύναμης που είναι ανώτερη απ’ αυτόν. Είναι ένας κόσμος του Θείου, είναι ο χώρος όπου και ο θεός ως ον λαμβάνει τις ιδιότητες του.

Γι’ αυτό ο έρωτας είναι ανίκητος στην μάχη ‘‘έρως ανήκατε μάχαν’’ επειδή μάχεται το θάνατο μονίμως (‘‘θανάτω θάνατον πατήσας’’).

Η Άλκηστης με τον θάνατό της καταπατά το θάνατο, τον αναγκάζει έτσι να μην πάρει τον άνδρα της.

                                                *

 

Ας δούμε τώρα τα πυθαγόρεια ζεύγη. Είναι οι δυάδες πέρας –άπειρον , έξω - μέσα, αριστερό - δεξί, αγαθόν - κακόν, άρρεν - θήλυ, θερμό - ψυχρό  και λοιπά. Το άρρεν-θήλυ αναφέρεται στην γενετική της δομής. Είναι μεταξύ τους συμπληρωματικά, γιατί είναι και τα δυο ενδεή και η διαφορά δεν χαρακτηρίζει μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή. Η ψυχή έχει άρρεν - θήλυ γιατί παρακάτω ο Πλάτων κάνει την Διοτίμα αρσενική και τον Σωκράτη θηλυκό και μετά τα αντιστρέφει κάνοντας αρσενικό τον Αλκιβιάδη και θηλυκό τον Σωκράτη, διατηρώντας όμως μέσα τους τη διχοτομία. Θα δούμε την ψυχή να εμφανίζει ένα δίπολο, δηλαδή άρρεν - θήλυ και το νου να κάνει το ίδιο αφού και αυτός έχει το δίπολο άρρεν – θήλυ. Ο Πλάτων αρχικά κάνει την μεν ψυχή άρρενα, και το  νου θήλυ. Επόμενο βήμα: Κάνει την ψυχή θήλυ, τον δε νου άρρενα. Στη συνέχεια  θεωρεί την ψυχή άρρενα, τον δε νου θήλυ. Τέλος κάνει την ψυχή θήλυ και τον νου άρρενα. Να γιατί τον άρρεν και το θήλυ αναφέρονται στη γενετική της δομής. Ο έρωτας είναι δημιουργία, είναι γενήτωρ και για να είναι τέτοιος πρέπει να παίξουν ρόλο κάποιοι γενέτες και αυτοί είναι το αρρεν και το θήλυ.

Ας δούμε τώρα τον διαχωρισμό των τομών κατά Παυσανία, κατ’ αρχήν κατά τα σώματα. Η ουράνιος  δηλαδή έχει τομή κατά τα σώματα άλλοτε επ’ αγαθώ και άλλοτε επ’ αισχρώ. Ο φαύλος με μια γυναίκα κάνει παιδί άρα είναι επ’ αγαθώ, όταν όμως πάει με ένα αγοράκι είναι αισχρό. Τότε βάσει του ήθους της ουράνιας, λεει ο Παυσανίας, αυτό επιτρέπεται μόνο όταν οι νέοι αποκτήσουν κρίση, γιατί τότε προεξάρχει η ψυχή, τότε είναι επ’αγαθώ, γιατί είναι πια δικό τους πρόβλημα το τι κάνουν με το σώμα τους. Ας δούμε τώρα την τομή της πανδήμου ‘‘τω επί αισχρώ’’ που ο Φαίδρος δεν ανέφερε καθόλου μια και αυτός τα βρήκε όλα καλά. ‘‘Τω επί αισχρώ’’ του Παυσανία εννοεί όλα τα κακά που έχει ένας έρωτας όταν δεν είναι επ’ αγαθώ’’. Εκεί μπαίνουν τα πάθη και όλα τα κακά, που πρέπει αυτά  να καθαρθούν και έτσι θα μπορέσει να κάνει παρακάτω η Διοτίμα τους αναβαθμούς της και στο τέλος να μείνει μόνο ο επ’αρετή έρως καθαρός όπως τον δημιούργησαν οι Έλληνες. Οι Έλληνες, για να δημιουργήσουν την Αφροδίτη, πήραν τη θεά Αστάρτη από τους Ασυρίους και της έβγαλαν όλα τα φανταχτερά στολίδια που έφερε, την εκάθαραν από όλες τις βαρβαρικές τελετές, ανθρωποθυσίες και λοιπά. Έτσι προέκυψε η Αφροδίτη. Όπως έγινε με την Αφροδίτη έτσι όφειλε να γίνει και με τον έρωτα, έπρεπε να γίνει κάθαρση.

Ο αισχρός λοιπόν του Παυσανία βλέπει περισσότερο τα σώματα και λιγότερο τις ψυχές, κοιτάει και φέρεται στα σώματα των αγοριών όπως θα φερόταν στα σώματα των γυναικών, έτσι εξαπατά το θύμα του, το εκμεταλλεύεται λέγοντας ότι δήθεν αγαπά την ψυχή του. Ο αισχρός  λοιπόν προσπαθεί να μιμηθεί την ουράνια, μιμείται δηλαδή και ξεγελά τους πάντες που νομίζουν ότι είναι πράγματι έρως. Αυτό το κομμάτι της μιμήσεως πάντα ο Έλληνας προσπαθεί να το καθάρει: Αν δεν υπάρχει μίμηση και υπάρχει αλήθεια δεν ξεγελιέται κανένας, πολλές δε φορές ο αισχρός εξαπατά και τον ίδιο του τον εαυτό νομίζοντας ότι λέει την αλήθεια.

Η τελειότερη μίμηση είναι στον Σοφιστή: τα είδη της σοφιστείας είναι δύο. Το πρώτο είναι αυτό που γίνεται συνειδητά και το δεύτερο αυτό που γίνεται στο ασυνείδητο. Αυτό το τελευταίο είναι και το χειρότερο, γιατί αυτός που εξαπατά δεν ξέρει ότι εξαπατά. Αυτός που ξέρει να αυτοκαθάρεται συγκροτεί την τέλεια δομή, αυτή που δεν έχει σκουπίδια, γιατί  κάθε κακό που μπαίνει, το γνωρίζουμε και το αποβάλλουμε.

Ο έρως λοιπόν είναι ‘‘έπ’ αρετή εκάστου’’ και οι δυο συνερχόμενοι, για να τον κατακτήσουν οφείλουν να έχουν κάτι εξωτερικό σαν πυξίδα, ως οδηγό που συμβάλλει αποφασιστικά στην ολοκλήρωση. Αυτό όμως το κάτι, ο οδηγός, πρέπει να είναι κάτι έξω από αυτούς, κάτι υπερβατικό, ‘‘το τρίτον τι’’ που θα ’λεγε ο Πλάτων. Αυτό το τρίτον τι, όντας  έξω από αυτούς και επειδή οι δυο έχουν την  ανάγκη του, επιθυμούν να το αποκτήσουν και το αναζητούν. Αν το κατακτήσουν , θα είναι επ’αρετη και των δύο. Αυτό είναι ο έρως.

Εδώ μπορούμε να δώσουμε ένα παράδειγμα σχετικά το τρίτον τι που λείπει από τους δυο, όπως ένα παιδί. Το παιδί τους λείπει, είναι τρίτον τι, έξω από αυτούς, υπερβατικό, γιατί αν αυτό το είχαν δεν χρειαζόταν προσπάθεια να το αποκτήσουν. Έτσι γεννούν το παιδί και το κάνουν γιατί είναι ενδεείς παιδιού. Όταν το παιδί γεννηθεί, οι γονείς έχουν μέσα τους την τάση να το κάνουν καλύτερο από αυτούς και να του δώσουν αυτά που έλειπαν από αυτούς. Τότε και μόνο τότε το παιδί είναι έπ’ αρετή και των δύο.

Σχετικά τώρα με τον πόθο της αθανασίας: Λέει η Διοτίμα παρακάτω ότι τα ζώα διαθέτουν αυτό το πόθο και ζευγαρώνουν. Με αυτό τον τρόπο το θνητό είδος επιτυγχάνει την αθανασία, η δε αθανασία πλέον σε αυτή της την περιοχή είναι του  αρίστου το πλέον άριστον.

Ας δούμε πια τη διαφορά Φαίδρου με Παυσανία. Όταν ο Φαίδρος ομιλεί περί των εραστών αυτοί είναι πάντα δυο, με σχέση α=β και την σχέση αυτή την κρίνουν οι ίδιοι λέγοντας ότι καθένας τους δεν θέλει να φανεί αισχρός στον άλλον. Εδώ τους ενδιαφέρει η κρίση των θεών, η κρίση των ανθρώπων δεν τους ενδιαφέρει, γιατί αυτό είναι καλό γι’ αυτούς τους ίδιους και οι σχέσεις τους είναι σχέσεις ιδιωτών, είναι σχέσεις εξ’ υποκειμένου θα λέγαμε. Εδώ ο Πλάτωνας επεξεργάζεται την σχέση ‘‘εν προς εν’’. Οι υπόλοιπες σχέσεις του Πλάτωνα είναι ‘‘ενός  προς πολλά’’ και ακόμα και ‘‘πολλών προς πολλά’’.

Ο Παυσανίας λέει παρακάτω ότι το αισχρό δεν μπορεί να θεωρηθεί κριτήριο των φαύλων γιατί δεν το αισθάνονται. Αυτοί τώρα που αισθάνονται αισχύνη για τις πράξεις του φαύλου είναι οι άλλοι, οι γύρω του, δηλαδή άλλος το κάνει κ’ εγώ ντρέπομαι, που λέει ο λαός.  Αυτό έχει συναχθεί από την σχέση του ενός και των πολλών και οι σχέσεις αυτές είναι εξ αντικειμένου σχέσεις. Αυτός είναι ο λόγος που επιβάλλει νόμους ώστε να  έχει η πολιτεία σταθερές και να ξέρει κάθε πολίτης  πού πάει.

Και μετά από αυτές τις συνειδητοποιήσεις αρχίζουν να εμφανίζονται στον Πλάτωνα και γενικά στην Ελληνική σκέψη το θεωρείν, η έννοια, ο ορισμός, το αφηρημένο, η αντικειμενική αλήθεια, το πέρας και το άπειρον, η σχετική αλήθεια κ.λ.π.  Όλα αυτά τα δημιούργησαν οι πολλές και διαφορετικές γνώμες των Ελλήνων και η συνεχής κριτική.

                                                *

Ας εξετάσουμε πια στο 181abed  όπου εισάγεται η μονιμότητα και η μοναδικότητα στις σχέσεις εραστή ερώμενου, δεδομένου ότι το αντίθετο της μονιμότητας είναι το εφήμερο και της μοναδικότητας το ποικίλλον. Εδώ δίνει κρίση στον εραστή και στον ερώμενο γιατί επιλέγουν ελεύθερα ο ένας τον άλλον με κρίση, σε αντίθεση με τον φαύλο που αναζητεί όποιον βρει χωρίς κρίση. Από την λέξη κρίση βγαίνει η λέξη ειλικρινώς  που είναι στο 181d και σημαίνει πως οι σχέσεις τους έχουν ως συνθήκη το ‘‘ειλικρινώς γενόμενο’’. Η ειλικρίνεια δεν είναι η αλήθεια, αλλά είναι πολύ κοντά στην αλήθεια, είναι μια βαθμίδα πριν. Μόνο το ειλικρινώς θα φέρει το μόνιμο και το μοναδικό και αποτρέπει την εξαπάτηση και το αβέβαιο. Έτσι ο Παυσανίας εισάγει τον νόμο για να αποτρέψει την παιδεραστία και να επιτύχει το ειλικρινώς στον έρωτα.

Αυτός ο νόμος είναι πολιτειακός, γραπτός, γιατί υποστηρίζει στη συνέχεια ότι οι αγαθοί δεν έχουν ανάγκη νόμων, οι νόμοι είναι για τους φαύλους. Εδώ ο Πλάτων μιλάει για τον εσωτερικό νόμο που είναι το ένστικτο. Το ένστικτο είναι νόμος τυπωμένος μέσα μας βιολογικά, ο άλλος είναι ο διδακτός νόμος.

Ο εσωτερικός νόμος δεν έχει ανάγκη εξωτερικού νόμου, η ηθική και η νόρμα όντας εσωτερικές, δεν έχουν ανάγκη εξωτερικού νόμου.

Ας πάμε τώρα στο 182α εδώ βλέπουμε την τρίτη περίπτωση του νόμου της διάταξης. Το ρήμα είναι το νενομήσθαι και η πρόταση αναφέρεται στο χαρίζεσθαι εραστάς. Επειδή όμως μια διάσταση του έρωτα έχει χαρακτηρισθεί έκτροπη, ο κόσμος κάνει μια διάταξη κατά την οποία οποιοσδήποτε ερώμενος χαρίζεται στον εραστή του, κακώς το κάνει, είναι αισχρό. Η νόρμα τώρα έχει και εκδοχές, στη σημερινή εποχή δίνουμε στο πλήθος ακρισία, που σημαίνει έλλειψη δομής και από ένα συμβάν κακό, βγάζουν αμέσως, άκριτα νόμο για το όλον: Ένας κακός Αλβανός π.χ παίρνει εκθέτει όλους τους Αλβανούς και δημιουργεί εντυπώσεις για όλους.

Ας δούμε τώρα την ηθική η οποία δεν έχει ήθος: Άλλα κρίνουν οι  Σπαρτιάτες ως αισχρά και άλλα οι Αθηναίοι, καθένας έχει τις δικές του νόρμες. Ο Παυσανίας λέει ότι δεν είναι δυνατόν όταν πάμε να ορίσουμε κάτι, να έρχεται ένα κομμάτι του, που είναι το φαύλο και να αλλοιώνεται όλη η έννοια. Ως εκ τούτου η πολιτεία πρέπει να νομοθετεί για τους φαύλους, γιατί αυτοί θα τα διαστρέψουν όλα. Ένα μικρό μέρος της έννοιας μπορεί να γίνει αίτιο καταστροφής όλης της έννοιας, και γι’ αυτό πρέπει να το περιορίσουμε με το νόμο, αφού ο νόμος στην περίπτωση αυτή κάνει καθαίρει έννοια. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Οι σημερινές αντιλήψεις θεωρούν μεγαλύτερο προτέρημα την ομορφιά στις γυναίκες και στους άνδρες τα χρήματα, και αυτό, γιατί έχουν επικρατήσει οι φαύλοι που είναι αντιερωτικοί. Έχουν δε δημιουργήσει τέτοια κατάσταση, που το όλο του έρωτα έχει εξοστρακιστεί, έχει εξοβελιστεί και οδεύει στην καταστροφή. Η σημερινή θεώρηση, μη έχοντας κρίση, μας κάνει όλους να γινόμαστε μάγοι και μάγισσες, με συνέπεια τον εξοστρακισμό του έρωτα. Οι Έλληνες είχαν και αυτοί τις αντιφάσεις τους, αλλά προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μηχανισμούς καθάρσεως. Σήμερα δεν γίνεται τίποτα: έχουμε θεσπίσει τόσους νόμους για την παιδεραστία και αυτή αντί να μειώνεται αυξάνεται. Εδώ ο Πλάτων μιλάει για την νόρμα των Λακεδαιμονίων, νόρμα  που δεν εδράζεται σε καμία λογική, αλλά που εμφανίζεται στην πολιτεία τους, πράγμα όπως είπαμε που δεν εμφανίζουν οι Αθηναίοι, και γι’ αυτό και έχουμε διαφορετικές ηθικές από πόλη σε πόλη και από τόπο σε τόπο, ανάλογα και με το συμφέρον της κάθε πόλεως. Έτσι καταλήγουμε στην αρχή ότι η  ηθική δεν έχει ήθος, γιατί είναι εποχιακή.

Ας δούμε τώρα τον έρωτα στη δομή των βαρβάρων.  Εκεί ο έρωτας δεν συμφέρει. Έχοντας εξουσιαστική δομή ο έρωτας τους δεν βασίζεται στο χαρίζεσθαι των Ελλήνων αλλά στη βία και στην εκάστοτε δική τους (κατά πως τους συμφέρει) ηθική. Στην εξουσιαστική επομένως δομή το χαρίζεσθαι είναι κακό, δεν υπάρχει και άρα η δομή γίνεται συντηρητική για να παράγει διαχειριστές και όχι πολιτικούς. Οι πολιτικοί καπηλεύονται το όνομα του πολιτικού, γιατί πολιτική σημαίνει εξέλιξη. Στην εξέλιξη οι πολλοί λένε όχι, οι λίγοι είναι αυτοί που την θέλουν και οι πολλοί όντας πάντα συντηρητικοί εμποδίζουν την όποια εξέλιξη.

Στο 182b γίνεται αναφορά στην Ηλεία και στην Βοιωτία επειδή σ’αυτούς δεν υπάρχει ‘‘τώ λόγω πείθειν’’ στον έρωτα, κάνουν ό,τι θέλουν, χαρίζεται οποίος θέλει σε οποίον θέλει. Εμείς τώρα οι Αθηναίοι που έχουμε ‘‘τώ λόγω πείθειν’’ είμαστε διαφορετικοί, γιατί ο λόγος έχει μια τομή που εμφανίζει αυτός ο ίδιος, δηλαδή, μπορεί να είναι λόγος αληθής ή λόγος  ψευδής. Άρα, αφού κριτήριο στους Αθηναίους είναι ο λόγος, πρέπει η κάθε πράξη να δικαιολογείται μια που ο λόγος έχει μέσα του το καλό και το αισχρό. Στους Ηλείους και τους Βοιωτούς που δεν υπάρχει λόγος αλλά νόρμα και ηθική, όλα είναι επιτρεπτά. Ο λόγος βέβαια, όπως είπαμε, εμπεριέχει και το ψευδές γιατί όπου υπάρχει λόγος υπάρχει και η απάτη. Πρέπει κάποτε να κατορθώσουμε να αποκόψουμε το ψευδές από τον λόγο και μόνο τότε ό,τι λέμε, θα είναι αληθές και θα είναι ον ενώ τώρα περιέχει μέσα του και το μη ον. Εδώ ο Πλάτων τοποθετεί τη ρίζα του λέγειν σε πρωτοκαθεδρία, σε όλες τις εκδηλώσεις, άρα και στον έρωτα, και ως εκ’ τούτου διαφορετικός είναι στην Αθήνα ο έρωτας και διαφορετικός στη Βοιωτία.

  

*

Ας εξετάσουμε τώρα τη σχέση δασκάλου και μαθητή. Έχουμε τρεις εκδοχές.

Στην πρώτη εκδοχή όπου ο μαθητής και ο δάσκαλος είναι ίδιοι, δεν έχουμε εξέλιξη όπως π.χ στις θρησκείες. Στις θρησκείες, ακόμα και στις κλειστές κοινωνίες οι παλαιότεροι παραδίδουν στους νεώτερους αυτά που βρήκαν από τους παλαιοτέρους τους και έτσι μεταδίδουν τα ίδια πράγματα χωρίς εξέλιξη. Στην παραμικρή αλλαγή αντιδρούν με την γνωστή έκφραση ¨έτσι τα βρήκαμε από τους πατεράδες μας έτσι τα παραδίνουμε¨.

Δεύτερη εκδοχή στους βαρβάρους, όπου δεν υπάρχει διδασκαλία, όλα είναι δοτά, προαποφασισμένα και αν κάτι αλλάξει αυτό αλλάζει από ψηλά, από την κάστα. Δεν είναι λοιπόν η προσωπική εμπειρία του δάσκαλου που δίνει γνώση στο παιδί, αφού  όλα είναι δεσμευμένα, προαποφασισμένα και όπως φαίνεται ούτε εδώ υπάρχει εξέλιξη.

Η τρίτη εκδοχή είναι αυτή της Ελληνικής δομής και σκέψης. Στην περίπτωση αυτή αν ο μαθητής γίνεται ανώτερος του δάσκαλου, τότε και μόνο τότε υπάρχει εξέλιξη. Εδώ η κρίση είναι απαραίτητη προϋπόθεση γιατί αυτή χωρίζει τον λόγο σε αληθή και ψευδή και μπαίνουν στη δομή τρία ρήματα το λέγειν, το κρίνειν, και το χαρίζεσθαι, υπό την αιγίδα πάντα του πείθειν.

Ας  εξετάσουμε την πειθώ την οποία ο Παρμενίδης βάζει λίγο πριν την αλήθεια. Από το πείθω βγαίνει το δίδω πίστη, το εμπιστεύομαι, το πείθομαι. Εδώ βλέπουμε ότι η κατάσταση των βαρβάρων δεν έχει πειθώ δηλαδή δεν έχουν ¨τω λόγω πείθειν,¨ όπως οι Αθηναίοι, αλλά μόνο το πείθειν και εννοείται βέβαια ότι αυτό το πείθειν είναι ¨βία πείθειν¨ ή μάλλον θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει ούτε  αυτό,  δεν υπάρχει καθόλου πείθειν, γιατί η πειθαρχία είναι υποταγή στην πειθώ.

Η τρίτη λοιπόν περίπτωση είναι η μοναδική που δίνει εξέλιξη και ανθρωπισμό, όχι μόνο στην αρχαία Ελλάδα αλλά και σήμερα θα λέγαμε ακόμα.  ¨Τω λόγω πείθειν¨ εφαρμοζόμενο σε όλες τις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις δίνει πολιτισμό και απομακρύνει από την βαρβαρότητα. Σε όλες τις περιπτώσεις η κρίση υπάρχει, ο καλύτερος στις πολεμικές τέχνες θα διδάξει τους νέους, ο αρχαιότερος με τη μεγαλύτερη πείρα θα διδάξει. Εδώ λοιπόν υπάρχουν κριτήρια και, αν και η γνώση είναι επαναλαμβανόμενη και σχετική, έχει και αυτή η κλειστή δομή κάποτε τα ανοίγματα της. Από αυτήν ξεκινά ενίοτε η ανοικτή δομή, μια και δεν υπάρχει παρθενογένεση, και έτσι οδηγούμαστε εξελικτικά στο λόγω πείθειν. Η πειθαρχία εμφανίζεται μόνο στην ανοικτή δομή, στην κλειστή υπάρχει μόνο υποταγή όπως προείπαμε και γι’  αυτό και η δουλεία ακόμη είναι διαφορετική στις δυο δομές.

Στο 182c μιλάει πάλι για την πλεονεξία των αρχόντων. Ακόμη μιλάει για την πλεονεξία των  αρχομένων όπως αυτά συμβαίνουν στους βαρβάρους. ¨Το του κρίτωνος συμφέρον¨ δεν υπάρχει στην ανοικτή δομή των Ελλήνων, κι’ αυτό  επιτρέπει την ύπαρξη εραστή και ερώμενου. Και οι δύο τους διαθέτουν την ανδρεία και ποτέ στη μάχη δεν εγκαταλείπει ο ένας τον άλλον.

Ας δούμε τώρα στους Βοιωτούς που έχουν κλειστή δομή αν εξελίσσονται ή όχι. Στους Βοιωτούς δεν γίνεται  εξέλιξη για λόγους τεμπελιάς, η ψυχή τεμπελιάζει, δεν ψάχνει. Αν το μυαλό κινείται, τότε δημιουργούνται απορίες,  με τις οποίες, προσπαθώντας να τις λύσει, εξελίσσεται, γιατί μπαίνει η αμφισβήτηση της κλειστής δομής. Τότε η ίδια η δομή θα βγάλει τους επαναστάτες της και αυτοί θα βγουν από την αστική τάξη όπως είπε και ο Μαρξ. Ο Μαρξ είπε λοιπόν ότι οι επαναστάτες θα βγουν από την αστική τάξη γιατί αυτή μπορεί να μορφώσει τα παιδιά της που και αυτά με την σειρά τους έχοντας αποκτήσει θεωρείν θα αμφισβητήσουν την εξουσία.

Στο 182c λέει για τον ¨Αριστογείτονος έρωτα και Αρμοδίου φιλία.¨  Η πολιτεία το φόνο του τυράννου Ιππία από τους παραπάνω παρόλο που στην ουσία ήταν φόνος προσβολής της αδελφής του Αρμοδίου, τον έβαλε στο έπος και τους τίμησε σαν τυραννοκτόνους. Εδώ βλέπουμε ότι και η Δημοκρατία χρειάζεται τους ήρωές της.

Παρακάτω, σχετικά με το έπος, αναφέρει το ¨κάλλιον το φανερώς εράν από το  λάθρα¨. Αυτό το λέει ο Παυσανίας για να έχει η πολιτεία τον έλεγχο. Ο τελευταίος, ακόμα και αν είναι κουραστικό και όχι πολύ ωραίο, μιλάει πάντα για τους γενναίους γιατί είναι ακόμα στο έπος.

Για να δει ο ερών στον εραστή το είδωλο του υπερβατικού θα πρέπει ο εραστής να έχει κάνει κάποια κάθαρση, θα πρέπει να έχει απαλλαγεί από βάρη όπως η φιλοδοξία και η φιλοχρηματία και έτσι ο ερών κερδίζει από τον εραστή την αρετή και γίνεται και αυτός μετά είδωλο.

Ο έρωτας εραστή ερώμενου ανήκει στο πρώτο είδος των αγαθών, δηλαδή αυτά που τα αγαπάμε για αυτά τα ίδια, επειδή είναι αυτά.

Λέει ο Γεωργούλης ότι ο έρως στην αρχή ξεκινά από μια απώθηση, γιατί είναι κάτι διαφορετικό από σένα και σε απωθεί, αλλά η απορία που σου δημιουργεί η διαφορετικότητα του σε βάζει σε δεύτερη φάση στην έλξη. Η πρώτη φάση όμως είναι απωθητική, γι’ αυτό και αρχίζει η παρατήρηση, η απορία θα λέγαμε και ρωτάς τι είναι αυτός και τι θέλει.

Ας κάνουμε όμως τώρα μερικές σκέψεις για την δουλεία. Η δουλεία είναι δυο ειδών: η εκούσια ή εθελοδουλία και η ακούσια που είναι και η κανονική δουλεία. Η εκούσια δουλεία μπορεί να είναι εξαιτίας του έρωτα. Εδώ ο δούλος κολακεύει τον εραστή και η κολακεία είναι η μεγάλη απάτη του ερωτικού φαινομένου, στην πραγματικότητα αν μπορούσε να κάνει αλλιώς την δουλεία του, δεν θα κολάκευε τον εραστή.

Αυτό δεν γίνεται μόνο στον έρωτα αλλά και στην πολιτική. Οι  πολιτικοί κολακεύουν το λαό και παρουσιάζονται ως εραστές του λαού, τον εξαπατούν, και αυτό  ό,τι ακριβώς που κάνει και ο μέγας σοφιστής: Κολακεύει τον όχλον, αλλά και ο όχλος επίσης κολακεύει τον πολιτικό, εδώ δηλαδή έχουμε αμοιβαία απάτη. Η σημερινή κατάσταση στην πολιτική εν πολλοίς στηρίζεται στην αλληλοκολακία, για να μην ξεχνάμε ότι αυτός που βοηθάει τα δεσμά είναι πάντα ο δέσμιος.

Στην ακούσια δουλεία το προεξάρχον στοιχείο είναι η βία. Στον κόσμο της βίας βρίσκουμε τη φιλοχρηματία, τη φιλοδοξία και όλα τα άλλα κακά. Ο κόλακας βιάζεται να γίνει κόλακας και όλοι αυτοί οι έρωτες, είναι έρωτες της πανδήμου, γιατί εδράζονται στο χρήμα, στη δόξα και σε όλα τα αλλά κακά της Πανδήμου. Ο άλλος όμως ο έρωτας,   της Ουράνιας  είναι εκείνος που είναι επ’αρετή, είναι απαλλαγμένος από όλα τα παραπάνω κακά. Ο έρωτάς του έχει τη θέα του εαυτού του, τη θέα του υπερβατικού και αυτός προσφέρεται, χαρίζεται θα λέγαμε για χάρη της αρετής και ό,τι κάνει είναι καλό, είναι έπ’ αρετή.

Βλέπουμε λοιπόν ότι στη συμπεριφορά εραστού- ερωμένου υπάρχει στην αρχή μια κριτική υποψία, κατόπιν εμφανίζεται ένα είδος απορίας του ερωμένου απέναντι στο εραστή, μετά την απορία έρχεται ο θαυμασμός και επομένως το τρίτο στοιχείο είναι το θαυμάζειν και είναι πολύ σημαντικό στοιχείο. Το θαυμάζειν λέει ο Αριστοτέλης είναι αρχή της φιλοσοφίας γιατί η ‘‘η φιλοσοφία είναι επιδίωξη της σοφίας πηγάζουσα εκ της απορίας και του θαυμασμού, προηγείται η συναίσθηση της άγνοιας περί της οποίας μαρτυρεί η απορία και επακολουθεί η προσπάθεια απαλλαγής από την άγνοια’’. Στα Μετά τα Φυσικά λέει: ‘‘…διότι παρακινούμενοι οι άνθρωποι υπό του θαυμασμού, άρχισαν να φιλοσοφούν, εκείνος δε που καταλαμβάνεται υπό απορίας και θαυμασμού, έχει την αντίληψη ότι βρίσκεται εν αγνοία δια τούτο και εκείνος ο οποίος αγαπά τους μύθους είναι από κάποια άποψη φιλόσοφος διότι ο μύθος αποτελείται  από διηγήσεις θαυμαστάς’’. Και συνεχίζει ο Γεωργούλης: Ώστε αφού με τον σκοπό να αποφύγουν την άγνοια φιλοσόφησαν οι άνθρωποι, είναι φανερό ότι επιδίωκαν την απόκτηση επιστημονικών γνώσεων χάριν της κατάρας γνώσεως.

Ας δούμε τώρα τον επόμενο ομιλητή. Οφείλει να μιλήσει ο Αριστοφάνης αλλά τον πιάνει λόξυγκας και στη θέση του μιλάει ο Ερυξίμαχος. Όπως  είπαμε στην αρχή,  αυτό ο Πλάτων το κάνει επίτηδες. 

Τον έκτο λοιπόν αιώνα η ιατρική αρχίζει να γίνεται επιστήμη, δημιουργεί θεωρείν και ανοίγει το δρόμο στις άλλες επιστήμες. Πρώτη τομή που κάνει ο Ερυξίμαχος είναι το υγιές - νοσούν του σώματος. Ο Φαίδρος στην αρχή είχε τον έρωτα μόνο στο δίπολο άνδρας γυναίκα. Ο Παυσανίας το κάνει στο δήμο. Ο Ερυξίμαχος εδώ το κάνει παγκόσμιο, ο σωματικός έρωτας για τον γιατρό είναι παντού στο σύμπαν, είναι παγκόσμιος.

Στο 186d βάζει για πρώτη φορά τη λέξη δημιουργός ‘‘αν ει δημιουργός’’, παρακάτω ‘‘επιστηθείς έρωτα ποίησε και ομόνοιαν’’ και εδώ πρώτη φορά βάζει την επιστήμη. Αυτά θα τα δούμε παρακάτω στην Διοτίμα που τα αναβαθμίζει, εδώ απλά τα αναφέρουμε.

Ας δούμε την έννοια κριτής: Κριτής του υγιές - νοσούν δεν είναι ο ιδιώτης του Φαίδρου, αυτός είναι ο εμπειρικός. Εδώ ο Πλάτων φεύγει  από την πολιτεία του Παυσανία και πάει σε αυτόν που κατέχει την τέχνη της ιατρικής. Ο επιστήμων ιατρός εν προκειμένω είναι ο κριτής, αυτός που επίσταται, που στέκεται προσεκτικός στο αντικείμενο της σπουδής του, και εδώ εγκαινιάζεται η απαρχή της επιστήμης. Έτσι πρέπει να δούμε την έννοια του κριτή. Στο 186c λέει: ‘‘Ο διαγιγνώσκον εν τούτοις τον καλόν τε και αισχρό έρωτα, ούτος εστί ο ιατρικότατος και ο μεταβαλλών ποιών’’, δηλαδή ο γιατρός όχι μόνο κάνει διάγνωση αλλά κάνει και μεταβολή. Παρακάτω εισάγει την έννοια του υπερβάτη δημιουργού, γιατί Αυτός μεταβάλλει, έχει την δύναμη να τα αλλάξει, μπορεί να πάει ενάντια στη φύση, μπορεί να την μεταβάλει. Η αναγκαία και ικανή συνθήκη στη περίπτωση αυτή είναι το  διαγιγνώσκειν και το μεταβάλλειν και αυτό το τελευταίο είναι καθαρά υπερβατικό. Ο δημιουργός στην περίπτωση αυτή κάνει πάντρεμα και πρέπει να βρει τον κατάλληλο τρόπο να το κάνει.

Ο Ερυξίμαχος είναι ο κριτής των ερωτικών του σώματος. Ως ειδήμων όμως αυό το σώμα το ίδιο μπορεί να το θεωρεί συμπαντικό και όχι περατούμενο εντός της πολιτείας, επομένως ο ειδήμων έχει όραση που υπερβαίνει τα χρονικά και τοπικά υπάρχοντα. Αυτός ανοίγεται προς το υπερβατικό του σώματος. Εδώ ο Πλάτων βάζει τον επιστήμονα να το κάνει. Μεταβάλλει λοιπόν το εδώ και τώρα σώμα, γιατί έχει κάνει θεώρηση, δηλαδή βλέπει μακριά και θεραπεύει κοντά, αυτό κάνει η θεωρία. Εδώ ο Ερυξίμαχος κάνει ένα άνοιγμα στο σύμπαν, και δη στο σώμα του σύμπαντος και αυτό το κάνει με την ιατρική που ξέρει, γι’ αυτό στην ουσία οι αρμονίες που αναφέρει είναι στην πραγματικότητα ισορροπίες, δεν είναι η πραγματική η ουσιαστική αρμονία, αυτή δε βρίσκεται εδώ.

Τα ρήματα διαγιγνώσκω και μεταβολήν ποιώ είναι οι πυλώνες προς το υπερβατικό είναι η αγωνιώδης ορμή του υπερβάτη περί διαγνώσεως και ανασυντάξεως του κόσμου.

Στην Πολιτεία με τον Κέφαλο, στο πρώτο βιβλίο ο κόσμιος κάνει το γήρας μετρίως χαλεπό, δεν το κάνει δηλαδή ράον αλλά μετρίως, εμείς όμως το θέλουμε ράον και όχι μετρίως και εδώ είναι τα δύσκολα. Η εκδοχή του Παυσανία δεν καλύπτεται,  κάτι λείπει, δεν έχει δώσει λύση, έκανε μεν ωραία τις τομές αλλά δεν έδωσε λύση, αυτή τη λύση προσπαθεί να την δώσει ο Ερυξίμαχος, αλλά μόνο για το σώμα, αυτό βλέπουμε στο 186β ‘‘το ουκ ικανώς απετέλεσε’’ και στο 186c λέει το ‘‘ει μέλει τις τεχνικός είναι’’ Διακρίνουμε λοιπόν ότι εισάγει τις λέξεις τεχνικός, επισταμένος, δημιουργός.

Και ας δούμε όμως τα ενάντια ζεύγη που είναι όλα απειρικά, γιατί δεν υπάρχει τέλος στο μαλακό και το σκληρό, είναι πολλά τα ζεύγη που το ένα ανάγεται στο άλλο όπως π.χ είναι η ξυλότητα που ανάγεται στο ζεύγος υγρό – ξηρό, ανάγεται ακόμα στο μαλακό - σκληρό αλλά δεν ανάγεται στο γλυκό – πικρό. Στην ξυλότητα τώρα, για να γίνει καρέκλα, πρέπει να πάρει μορφή και σχήμα, δηλαδή να αποκτήσει μέγεθος να είναι δηλαδή  περισσότερο η λιγότερο μεγάλη από κάποια άλλη καρέκλα, και εδώ βλέπουμε ότι το ενάντιο ζεύγος μικρότερο - μεγαλύτερο πάει παντού σε όλα τα ζεύγη. Είναι κοινό όλων των ζευγών, απειρικό μεν αλλά κοινό, και αυτό είναι σημαντικό γιατί ένα ενάντιο ζεύγος που πάει σε όλα μπορεί να δομήσει μια ολόκληρη επιστήμη και αυτό κάνει. Το ζεύγος μικρότερο - μεγαλύτερο αποτελεί την βάση των μαθηματικών, είναι απειρικό και δεν υπάρχει κανένα άλλο ζευγάρι που να πάει σε όλα, είναι το μοναδικό που μπαίνει στις ουσίες και τις κάνει όντα. Ο Πλάτων τα λέει μάλλον και ήττον, το περισσότερο και το λιγότερο, κ’ είναι γι’ αυτό το πλέον φιλοσοφικό ας το πούμε ζευγάρι.

Στο 188b ξανάλεει το ‘‘εκ πλεονεξίας και ακοσμίας’’ και βάζει πάλι την πλεονεξία, ‘‘το πλέον έχειν’’. Η πλεονεξία ξεκινάει ως ύβρις αλλα είναι αυτή στην οποία στηρίζεται το γίγνεσθαι, δηλαδή η εξέλιξη,  γιατί χωρίς ¨το πλέον έχειν¨ όλα τα πράγματα θα ήταν στάσιμα, ο Πλάτων γνωρίζει ότι στο βάθος είναι ύβρις, αλλά εδώ το εισάγει για  να δει πώς θα το διευθετήσει .

Ας ξαναδούμε τα έξι πρόσωπα του διαλόγου: Συνιστούν μια εξελικτική εξάδα από πάρα πολλές απόψεις, ιστορική, εισαγωγής πολιτιστικών σταθμών, επεξεργασία της γνωστικής εξέλιξης μέσα σε μια δομή κ.ο.κ.. Αυτή όμως η εξάδα χωρίζεται σε δυο βασικά μέρη, σε δυο τριάδες, ο Ερυξίμαχος ολοκληρώνει την πρώτη τριάδα διερευνήσεων που είναι Φαίδρος Παυσανίας Ερυξίμαχος. Η δεύτερη τριάδα που είναι Αριστοφάνης Αγάθωνας Σωκράτης είναι στην ουσία μια αντιστοιχία της πρώτης τριάδας σαν αναδιπλούμενη τομή, σαν να ανοίγεις ένα βιβλίο στη μέση, στην ουσία τα ζευγάρια είναι Αριστοφάνης Φαίδρος Αγάθωνας, - Παυσανίας Σωκράτης Ερυξίμαχος .

Ο Σωκράτης παίρνει το σώμα του Ερυξίμαχου και το πάει με την Διοτίμα στην ψυχή, από την ψυχή στο μυαλό και από εκεί στο άπειρο για να μιλήσει η Διοτίμα για το άπειρο κάλλος, αυτό βέβαια είναι το κάλλος των νοητηρίων.

 Ας εξετάσουμε την ομιλία του Αριστοφάνη. Εδώ ο Πλάτων βάζει τον Αριστοφάνη να φτιάξει ένα δικό του μύθο, που δεν αναφέρεται σε γνωστούς ομηρικούς μύθους, όπως οι άλλοι. Είναι ο ίδιος δημιουργός. Στο εξής,, μετά την εισαγωγή του δημιουργού από τον Ερυξίμαχο, αρχίζουν όλοι να δημιουργούν.

Ο Αριστοφάνης στο 189c αναφέρει την έρωτος δύναμη όπου υπάρχει  η σχετική θεωρία των δυνάμεων από την πολιτεία. Οι Έλληνες πριν ξεκινήσουν να μιλήσουν για ένα θέμα αυτό έπρεπε να γνωρίζουν ότι  έχει μια ορισμένη δύναμιν δημιουργίας (ποιείν). Η δύναμις  είναι η πλέον ισχυρή από όλες τις έννοιες, γιατί είναι αυτή που κατηγορεί το ον. Το ον λέει ο Πλάτων δύναμις εστί και ο Αριστοφάνης αυτήν την δύναμη επικαλείται .

Στον Αριστοφάνη η προεξάρχουσα δυάδα είναι το άρρεν – θήλυ. Αυτό ήταν παντοδύναμο, γιατί ήταν ενωμένο πλάτη με πλάτη, αυτό το ενωμένο πράγμα - ον ένεκα της φιλότητας που διαθέτει έχει μεγάλη δύναμη που τα βάζει  και με τους θεούς, η δύναμη που διαθέτει είναι βιολογική εκ κατασκευής, θα λέγαμε. Είναι αυτό που λέμε είχαν ισχυρή κράση. Η κράση είναι όταν ενώνω δυο υλικά και δεν μπορώ να τα ξαναξεχωρίσω όπως νερό κρασί, η μίξη είναι όταν μπορώ να τα ξαναξεχωρίσω όπως νερό με λάδι. Ο Πλάτων ασχολείται με τα μικτά μια και οι κράσεις είναι στο σώμα. Όπως αναφέρει στον Τίμαιο, υπάρχουν μικτά που έχουν πολύ ισχυρούς δεσμούς και μικτά που δεν έχουν ισχυρούς δεσμούς, αλλά αυτά που είναι δύσκολο να διαχωριστούν έχουν θείους δεσμούς κατά το γνωστό ους ο θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω.

Βλέπουμε λοιπόν στο θεατρικό συμπόσιο ο Πλάτων να φτιάχνει ένα ον που όντας ενωμένο (η ισχύς εν τη ενώσει) τα βάζει με τους θεούς, ανεβαίνει στον Όλυμπο και τους απειλεί. Ο Δίας μετά από αυτή την απειλή τους κόβει στα δυο, τους διαχωρίζει και δημιουργεί τον σημερινό άνθρωπο, τους λέει δε να καθίσουν φρόνιμα γιατί θα τους ξανακόψει στα δυο και θα περπατούν με το ένα πόδι κουτσό. Εδώ βλέπουμε άλλη μια φορά την τέχνη να πρωτοπορεί και να τα βάζει με τους θεούς αλλά μέχρι εκεί, μετά πρέπει να πάρει την σκυτάλη η επιστήμη και η τέλος η φιλοσοφία, για να επέλθει η οριστική σύγκρουση. Η τέχνη από μόνη της δεν έχει εργαλεία για αυτή τη σύγκρουση, γι’ αυτήν την επανάσταση θα λέγαμε.

Η τέχνη λοιπόν είναι αυτή που τα βάζει με τους θεούς, γιατί πριν εμφανιστεί η επιστήμη εμφανίστηκε η τέχνη και αυτή είναι η πρώτη που τα βάζει με το δόγμα, με την μεταφυσική γενικά. Πρώτη αυτή κάνει το άνοιγμα και μετά έρχεται από πάνω η επιστήμη και η φιλοσοφία για να λυτρωθούν, για να σώσουν το όλο πράγμα από τη μεταφυσική και να δώσουν λύση κάνοντας διαδικασία κατασκευής. Πάντα η τέχνη πρωτοπορεί,  αυτή δημιουργεί έναν Προμηθέα που τα βάζει με τους θεούς, αφού ο Αισχύλος τέχνη έκανε, αλλά η τέχνη πάει μέχρι ενός σημείου και μετά σταματά, δεν μπορεί να κάνει πρόταση. Γι’ αυτόν το λόγο ο Αριστοφάνης στο τέλος συμβιβάζεται και λέει, ότι με τον έρωτα θα ξαναφτιαχτούν τα πράγματα για να μην τα βάλουμε με τους θεούς και πληγούμε περισσότερο. Η τέχνη λοιπόν ανοίγει δρόμο για να έρθει η επιστήμη και η φιλοσοφία να δώσει λύση. Οι θεοί με το κόψιμο των ανθρώπων στα δυο παραβίασαν την φύση, ήταν δηλαδή παρά φύση, αλλά έρωτας, προσπαθώντας να ξαναενώσει τα δυο κομμάτια, εργάζεται κατά φύση. Εδώ οι θεοί διέπραξαν ύβρη και έρχεται ο έρωτας να διορθώσει αυτή την ύβρη και γι’ αυτό ο έρωτας είναι υπερβάτης. Εδώ όλα είναι σωματικά και οι θεοί δεν τους κόβουν περισσότερο γιατί θα χάσουν μετά τις θυσίες. Ο Αριστοφάνης μιλάει μόνο για τον μύθο του σώματος και όλα είναι εδώ ανάγκα, αυτό δε το ονομάζει έρωτα, αλλά αυτός δεν είναι έρωτας γιατί δεν είναι λόγω έρωτας, αλλά ανάγκα έρωτας.

Ας δούμε αυτή την ερωτική ένωση στους πυθαγορείους. Οι πυθαγόρειοι είχαν βγάλει και εκείνοι αρσενικούς και θηλυκούς αριθμούς, αυτούς που ονομάζουμε άρτιους και περιττούς.  Εδώ ταιριάζει τώρα η άρμοση, η άρμοση που στα μαθηματικά βρίσκει τον καλύτερό της εαυτό. Σχετικά με την άρμοση και τα μαθηματικά έχουμε να παρατηρήσουμε ότι όταν ταξιδεύουμε, τα άξια οδεύουμε, κάνουμε ένα ταξίδι από το ζητούμενο μέχρι το άρα, δηλαδή μέχρι την απόδειξη ¨επί τελευτήν¨ που θα λέγε ο Πλάτων και αυτό το ταξίδι είναι πιο σημαντικό από την από την ίδια την απόδειξη όπως το λέει και ο Καβάφης στην Ιθάκη του. Αυτό λοιπόν το μεσαίο κομμάτι, από το ζητούμενο, μέχρι την απόδειξη,  είναι ένα μεταξύ, ένας αρμός, και ο υπερβάτης άνθρωπος αυτή τη διαδικασία καταστρώνει. Εδώ εμφανίζεται και η επιστήμη, η επιστήμη των μαθηματικών, που μηχανεύεται αυτή τη διαδρομή.  Όλες οι υπόλοιπες επιστήμες για να μετάσχουν στο είναι τους, μετέχουν μέσω των μαθηματικών, γιατί αυτή έχει τα εργαλεία, αυτή έχει δομήσει, έχει στήσει θα λέγαμε  την απόδειξη μαζί με την φιλοσοφία βέβαια.

Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιείται σε όλους τους τομείς που θέλουμε να εξετάσουμε, έτσι λειτουργεί και η σκέψη μας. Άρα αυτή η επιστήμη έχει την ίδια φύση με αυτό το οποίο εκφράζει και η σκέψη, βλέπει τη σκέψη και κάθε φορά θεωρεί το αποτέλεσμα, το ελέγχει. Η σκέψη είναι το μοναδικό όργανο που βλέπει τον εαυτό του, τον εξετάζει και ελέγχει την τεχνική του ξεδιπλώματος της σκέψης, βλέπει τις ποιότητες που αυτή η ίδια έχει, τις ελέγχει και τις εξελίσσει, απλώνει δηλαδή τον εαυτό της και εκ του άνω τον θεωρεί. Τότε επιφαίνεται ο άνω θρώσκων άνθρωπος, ο βλέπων τον εαυτό του από πάνω και αυτή τη διαδικασία τη λέμε συνείδηση.

Επομένως το ταξίδι είναι η διαδικασία της σκέψης, ο άνθρωπος είναι το ον το οποίο ταξιδεύει, ό,τι και να κάνει ταξιδεύει, και, μέσω του ταξιδιού εμπλουτίζεται, ανεβαίνει, εξελίσσεται.

Άρα συμφωνούμε ότι σε πρώτη φάση η σκέψη είναι ταξιδιάρικη από την φύση της, γιατί, για να ξεδιπλωθεί, πρέπει να ταξιδεύσει και έτσι κινείται ανάμεσα σε δυο πόλους, σε αυτόν στον είναι διπλωμένη και σε αυτόν ο οποίος τη διαπλώνει. Κάθε φορά από τη μια είναι το δεδομένο και από την άλλη το ζητούμενο και η σκέψη είναι αυτή που θα βγάλει το αποτέλεσμα. Αλλά και αποτέλεσμα να μην βγάλει της έμεινε η διαδρομή λέει ο Καβάφης: ‘‘Κι’αν την Ιθάκη δεν την βρήκες η Ιθάκη δεν σε γέλασε. ….....σίγουρα θα κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν’’. Οι σημερινοί δεν ενδιαφέρονται για διαδρομές και στον έρωτα και παντού κατάργησαν το φλερτ, όλα είναι ψεκάστε σκουπίστε, τελειώστε. Η διαδρομή κάθε φορά σου ανεβάζει την ποιότητα της επιθυμίας και μπορεί η επιθυμία να ανέβει τόσο πολύ που μπορεί ακόμα  και να λιποθυμήσεις. Η Διοτίμα το πάει στο άπειρο το ερωτικό φαινόμενο και γι’ αυτό πρέπει να δούμε την διαφορά δεδομένο - ζητούμενο στιγμιαίο,  δεδομένο - ζητούμενο με διαδρομή.     

Αυτό που κάνει η σκέψη δεν είναι άσχετο με αυτό που βιώνει ο άνθρωπος και αν πάμε ανάποδα δηλαδή αφού η σκέψη θέλει το ταξίδι και ο άνθρωπος στο βίωμα της το κάνει στιγμιαίο, τότε το βίωμά του είναι παρά φύση και ευνουχίζει τη σκέψη, την καίει, δεν την αφήνει να ξεδιπλωθεί και το χειρότερο τη δουλώνει αλλού, σε άλλα ζητήματα όπως π.χ ψώνια, ρούχα και λοιπά, το συμπέρασμα από όλα αυτά που βγαίνει είναι ότι όσοι καταναλώνουν πολύ δεν έχουν ερωτική ζωή………

Η σκέψη θέλει να παρασύρει το σώμα στη δική της έξη, το σώμα τώρα θέλει το ενάντιο να την παρασύρει στη δική του έξη που είναι η οκνηρία. Οφείλουμε λοιπόν να βρούμε τρόπο να ξεδιπλώνουμε την σκέψη μας και αυτό φαίνεται όσο προχωράμε μια που στην Πολιτεία του Πλάτωνα αναζητούσαμε να βρούμε τη κεντρική δομή της σκέψης. Αυτό που εμείς κάνουμε εδώ στο Συμπόσιο είναι μια ερωτική διαδικασία, προσπαθούμε να ξεδιπλώσουμε τη σκέψη μας και σ’αυτό βοηθάει πολύ  η παιδεία. Η παιδεία βοηθάει σ’αυτό το ξεδίπλωμα της σκέψης και ακομα σε πιο βαθμό, γιατί η σκέψη δεν είναι τελειωμένη είναι απειρική.

Οι μαθηματικοί οι σημερινοί δε βλέπουν τη σκέψη, λύνουν μεν την άσκηση αλλά μετά δεν πάνε πίσω να δουν την διαδρομή.

Όταν όμως διαβάζουμε ένα συλλογισμό του Πλάτωνα, πρέπει να  κάνουμε συνδυασμούς στη σκέψη μας για να δούμε τι θέλει να πει και συναρτούμε τη σκέψη μας κοιτάζοντας από ψηλά, ¨άνω θρώσκοντες¨.  Τότε ασκούμε και ξεδιπλώνουμε την δική μας τη σκέψη, γι’ αυτό μπορεί κάποιος να ξέρει καλύτερα μαθηματικά από τους μαθηματικούς.

Ο Πλάτων στο Θεαίτητο λέει ότι η σκέψη είναι συνομιλία της ψυχής με τον εαυτό της, αν σε όλες τις επιστήμες δώσεις την ψυχή σου γίνεσαι καλύτερος από τους επιστήμονες, έστω και αν είσαι εμπειρικός. 

Ο Ευκλείδης ανακάλυψε από το άπειρο πλήθος των θεωρημάτων 450 θεωρήματα που αποδεικνύουν τα πέντε μοναδικά στερεά που εγγράφονται στη σφαίρα, τετράεδρο, εξάεδρο, οκτάεδρο, εικοσάεδρο,  και δωδεκάεδρο. Τα πρώτα ο Πλάτων τα αντιστοίχισε με τα τέσσερα στοιχεία και το πέμπτο με το στολίδι του κόσμου, τον αιθέρα. Ο Πλάτων τα ήξερε τα πέντε στερεά και ήξερε ότι δεν υπάρχουν άλλα, έπρεπε όμως μερικά χρόνια μετά τον θάνατο του να έρθει ένας άλλος γίγαντας, ο Ευκλείδης για να το αποδείξει.

Στο 191d λέει ¨έκαστος ουν ημών εστίν ανθρώπου ξύμβολον¨ και είναι πρώτη φορά που θεωρεί το σύμβολο. Ας δούμε τι είναι το σύμβολο. Όταν δυο άνθρωποι συνδέονταν δια φιλοξενίας (φιλίας)  και ήθελαν τους δεσμούς αυτούς να τους διατηρήσουν στο μέλλον ή και να τους κληροδοτήσουν, έκαναν ένα πρωτόγονο μέσο αναγνωρίσιμο, έκοβαν στα δυο ένα αστράγαλο ή ένα όστρακο ή ένα νόμισμα και κρατούσε ο καθένας το ένα κομμάτι. Όταν τώρα συναντούσε ο ένας τον άλλο ή ο ίδιος ή αντιπρόσωπος ένωναν τα δυο κομμάτια, δηλαδή τα συνέβαλαν, γιατί ο όρος προέρχεται απ’ το συμβάλλω και έτσι αποδεικνυόταν η ταυτοπροσωπία.  Αρκούσε δηλαδή να συμβάλουν τα δυο σπασμένα κομμάτια για την ταυτοπροσωπία. Η δική μας χρήση του συμβόλου είναι στα γράμματα, αυτά είναι σύμβολα, οι αριθμοί το ίδιο. Τα γράμματα ονομάσθηκαν έτσι γιατί αν συμβάλλονται, κάνουν λέξεις.

Ο έρωτας μπήκε και στα γράμματα τα οποία ενώνονται ερωτικά και κάνουν λέξεις. Τα γράμματα  από μόνα τους σαν σύμβολα δεν λένε τίποτα, δεν έχουν νόημα, μαζί όμως με αλλά φτιάχνουν νόημα. Εδώ ο Αριστοφάνης δουλεύει τη γλώσσα λέγοντας ότι τα σύμβολα δεν πάνε όπου και όπου να ενωθούν, ζητάνε πάντα το κατάλληλό τους, αυτό γίνεται και με τα γράμματα, δεν πάνε όλα με όλα, δεν ενώνεται για παράδειγμα το π με το χ σε καμία λέξη, έχουν ορισμένους κανόνες ερωτικούς που υπακούουν.

Όταν η σκέψη είναι ελεύθερη είναι ερωτική, ο ίδιος ο άνθρωπος είναι ερωτικός, αυτή η ερωτικότητα όλο και χάνεται στην εποχή μας, στο τέλος, δεν θα μείνει τίποτε. Εδώ δεν ερωτευόμαστε τον εαυτό μας, πώς θα ερωτευτούμε τους άλλους, πρέπει να υπάρχει θαυμασμός και  απορία. Καλή αρμογή μεταξύ των ανθρώπων είναι η ερωτικότητα,  κακή αρμογή σημαίνει αντιερωτικότητα.

 Ας δούμε τώρα το 192cd που αναφέρει ότι ο εταίρος θέλει να είναι μαζί όχι ένεκα της των αφροδισίων συνουσίας αλλά για κάτι άλλο, της ψυχής του, το οποίο όμως δεν μπορεί να το πει αλλά το μαντεύει, το λέει αινιγματικά. Η ερώτηση είναι γιατί δεν μπορεί να το πει το σώμα. Το σώμα νιώθει την οικειότητα και τη φιλία, δεν μπορεί όμως να την εκφράσει, αυτά τα δυο υπήρξαν ακόμα και πριν από τον λόγο.

Παρακάτω λέει ο έρωτας δεν είναι του Διονύσου συνοδός αλλά της Αφροδίτης, και οι δυο είναι γενεσιουργές δυνάμεις. Στο Διόνυσο οι σάτυροι πήγαιναν με τα ζώα, ενώ στην Αφροδίτη πάνε μόνο με ανθρώπους, πάντα χωρίς βία. Στους Σάτυρους υπάρχει βία, υπάρχει  κτηνοβασία, δηλαδή η Αφροδίτη φέρνει το πρωταρχικό κάλλος το  ¨όμοιος ομοίω αεί πελάζει¨. Στην προηγούμενη θεά στην Αστάρτη επιτρεπόταν η κτηνοβασία, στην Αφροδίτη, που είναι διάδοχος κατάσταση έγινε κάθαρση και  έφυγαν τα όργια. Τα όργια τα κράτησε μόνο η αρχική μορφή του Διονύσου πριν το θάνατό του από τις Μαινάδες και πριν την επαναγέννηση του.

Ας δούμε τώρα τις ιδιότητες του έρωτα. Ο έρωτας ως πρώτη ιδιότητα είναι σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων, είναι διπολική σχέση. Οι τρεις ιδιότητες των σχέσεων είναι η ανακλαστικότητα, η συμμετρικότητα  και η μεταβατικότητα. Μια σχέση είναι ανακλαστική 5=5 το = είναι ο αρμός που έχει ανακλαστικότητα, δηλαδή το 5 είναι ίσο με τον εαυτό του και ορίζεται  χ Σ χ, π.χ. η σχέση αγαπώ είναι ημιανακλαστική, γιατί κάποτε ισχύει, κάποτε όχι, υπάρχει και αυτή που ποτέ δεν είναι ανακλαστική.

Δεύτερη ιδιότητα η συμμετρική,  χ Σ ψ όπου το χ πάει στη θέση του ψ και το ψ στη θέση του χ  ή μαθηματικά 3+2=4+1 η σχέση π.χ αγαπώ είναι ημισυμμετρική έννοια, ενώ ο χ είναι αδελφός του ψ είναι συμμετρική, γιατί έπεται ότι και ο ψ είναι αδελφός του χ, ενώ η σχέση ο χ είναι πατέρας του ψ δεν είναι συμμετρική γιατί δεν ισχύει το αντίθετο.

Τρίτη ιδιότητα η μεταβατική  χ Σ ψ και ψ Σ ω τότε  χ Σ ω, δηλαδή τα προς τρίτον σχετικά και μεταξύ τους σχετικά. Π.χ  ο χ είναι πατήρ του ψ και ο ψ είναι πατήρ του ω τότε χ δεν είναι πατήρ του ω η σχέση είναι αντιμεταβατική, αν είχα χ πρόγονος του ψ και ψ πρόγονος του ω η σχέση είναι μεταβατική, π.χ ακόμα ο χ αγαπά τον ψ και ο ψ αγαπά τον ω, τότε δεν ισχύει η μεταβατικότητα. Από όλα αυτά τι συνάγεται; Συνάγεται ότι η αγάπη είναι ημιανακλαστική, ημισυμμετρική και ημιμεταβατική. Στον έρωτα τώρα αν η σχέση είναι πλήρης, έχει ανακλαστικότητα, γιατί ερωτεύεσαι και τον εαυτό σου και τον άλλο, έχει ημισυμμετρικότητα και τείνει να γίνει συμμετρικός. Στη μεταβατικότητα τώρα, ο έρωτας δεν έχει  παρά μόνο τριπολική σχέση και σε τέτοια σχέση δεν νοείται έρωτας, ως εκ τούτου δεν διαθέτει μεταβατικότητα.

 Ο  έρωτας είναι καθαρά διπολική σχέση όπως τον βάζει ο Φαίδρος και η δεύτερη ιδιότητα είναι η υπερβολή. Η υπερβολή όπως ξέρουμε  έχει μέσα της την ύβρη στη πρώτη της βέβαια φάση, γιατί μετά είναι ευλογία. Αυτή τη μετατροπή μόνο ο Έλληνας μπορεί να την κάνει. Λέει ο Φαίδρος, ότι ο εραστής είναι θείος αλλά ενίοτε ο ερωμένος υπερβάλλει τη φιλία για τον έρωτα και έρχεται αυτός θειώτερος του εραστού και τον σώζει. Στον Φαίδρο εραστής είναι ο δάσκαλος, ερώμενος είναι ο μαθητής και αρχικά ήταν για σωματική άσκηση και για τον πόλεμο. Έτσι δημιουργήθηκαν τα πρώτα ζεύγη εραστού ερώμενου, η δε φορά είναι από το δάσκαλο στον μαθητή, η φορά αυτή είναι αρχικά μονοσήμαντη, γιατί μετά γίνεται αμφιμονοσήμαντη,  ενώ αρχικά ο εραστής σώζει τον ερώμενο και κατόπιν ο ερώμενος σώζει τον εραστή. Μη ξεχνάμε ο πόλος εραστού ερώμενου έτσι όπως παρουσιάζεται είναι ένας πόλος μεταξύ σώματος και ψυχής, η ερωτική σχέση εδώ όπως την βάζει ο Πλάτων είναι η σχέση η οποία ορίζει το δημιουργό, επομένως τον υπερβάτη. Ο Παυσανίας σαν ιδιότητα βάζει ακόμα το  καλόν και το αισχρόν όχι μόνο των εραστών, αλλά το καλό και το αισχρό του έρωτα και της Αφροδίτης. Οι Έλληνες δεν έχουν την έκφραση είναι καλός, έχουν το γίνεται καλός, γιατί κανείς δεν είναι καλός από τη γέννησή του. Εκτός τώρα του καλού και του κακού, το χειρότερο είναι το απατηλό, αυτό που όντας κακό εμφανίζεται με το πέπλο του καλού και πολλές φορές δεν το ξέρει και ο ίδιος ότι είναι κακό.

 Την έννοια της απάτης ας την εννοήσουμε ως διαδρομή στο διάλογο και ας την προσέξουμε λίγο. Ας δούμε ποιο είναι το απατηλό, το απατηλό είναι αυτό που εμφανίζεται ότι τάχα μου είναι διαλεκτικό και στην πραγματικότητα δεν είναι. Αυτό που είναι ψευδές και εμφανίζεται ως αληθές. Αυτό που μοιάζει να κάνει διάλογο αλλά στην ουσία δεν κάνει. Αυτά όλα τα κάνει η σοφιστική. Η σοφιστική, παίρνει τα όργανα της αλήθειας και τα ντύνει με σοφίσματα. Η ίδια εμφανίζεται ότι κατέχει τον διάλογο, το κεντρικό δηλαδή όργανο της φιλοσοφίας, αλλά κατά βάση αυτό που κάνει είναι να εξαπατά την φιλοσοφία και την πολιτική μέχρις ότου καταφέρει να κυριαρχήσει πλήρως στην κοινωνία, πράγμα που έχει γίνει στη σημερινή εποχή. Στη σημερινή εποχή όλα έχουν καταστραφεί γιατί έχει κυριαρχήσει σε όλους τους τομείς η σοφιστική, ότι ό,τι πάμε να κατασκευάσουμε είναι σοφιστικά κατασκευασμένο, γιατί ο άρχων από πάνω του που είναι ο διάλογος δεν υπάρχει και ως εκ τούτου όλες οι αποδεικτικές διαδικασίες ενέχουν μέσα σοφίσματα.

Η σημερινή δομή είναι κολλημένη στο τι λέει ο άλλος, όχι στο πως σκέπτεται ο άλλος, γι’ αυτό και δεν μπορεί ποτέ να γίνει διάλογος. Η σημερινή δομή δεν εξετάζει το σκεπτικό, εξετάζει κατ’ ευθείαν τους ορισμούς και αν ο ορισμός ταιριάζει με τον δικό μου συμφωνώ, αν όχι, διαφωνώ. Η σημερινή σκέψη δεν έχει διαδρομή πάει κατ’ ευθείαν στην Ιθάκη, μη ξεχνάμε τον Καβάφη.

Για να μπεις στο πνεύμα του Πλάτωνα και της φιλοσοφίας του και για να ξεφύγεις από την σοφιστική, πρέπει να αποκτήσεις μια ελάχιστη έστω διάθεση για κάθαρση. Όταν λες ότι πάω να παρακολουθήσω τη σκέψη του Πλάτωνα σημαίνει, ότι έχεις τη διάθεση να βρεθείς έστω και ελάχιστα στη θέση του ¨ουκ οίδα¨, γιατί αν είσαι στη θέση του ¨οίδα,¨ ποιος ο λόγος να παρακολουθήσεις τον Πλάτωνα αφού ξέρεις να σκέπτεσαι, ξέρεις τα πάντα. Επομένως μπαίνεις στη θέση του ¨ουκ οίδα¨, ο δε Πλάτωνας τώρα σε σπρώχνει σε αυτή τη θέση, γι’ αυτό και βάζει μπροστά σου τον Σωκράτη που λέει συνεχώς ¨ουκ οίδα¨. Αφού λοιπόν και οι δυο πάνε στο ¨ουκ οίδα¨ έχουν ισονομία, δάσκαλος και μαθητής είναι ίσοι, ο αγώνας  γίνεται πάντα μεταξύ ίσων. Ο Σωκράτης τώρα το μόνο που γνωρίζει είναι τα ερωτικά, δηλαδή πώς να φτιάχνει ερωτήσεις, αυτή είναι η μόνη τέχνη που ξέρει και αυτό είναι το δυσκολότερο από όλα. Όλο το συμπόσιο δεν έχει διάλογο, οι ερωτήσεις είναι λίγες και αυτές τις κάνει η Διοτίμα. Αυτός όμως δεν είναι καθαρός διάλογος, περισσότερο θα λέγαμε ότι είναι εγκώμιο του έρωτα.

Εδώ θα ξαναγυρίσουμε στο θέμα της απάτης να το εξετάσουμε λίγο περισσότερο. Η απάτη έχει και αδελφές και αυτές είναι η αυταπάτη και η ετεροαπάτη. Η τελευταία ξεκινά στην ουσία από την έλλειψη γνώσεως, και σε αυτήν την περίπτωση στην ουσία νομίζω ότι γνωρίζω, δεν γνωρίζω δηλαδή ότι δεν γνωρίζω. Ο Σωκράτης έλεγε  ότι ένα μόνο γνωρίζει, ότι δεν γνωρίζει τίποτα: είναι σημαντική, είναι τρομακτική φράση, γιατί δείχνει ότι έχω την ικανότητα να γνωρίσω αφού γνωρίζω τουλάχιστον ένα, που σημαίνει ότι μπορώ τελικά να γνωρίσω και αυτό είναι το σημαντικό.

Οι επίπλαστες γνώσεις που παίρνουμε διαρκώς, δημιουργούν ένα φαίνεσθαι πλασματικό και νομίζουμε ότι γνωρίζουμε εξαπατώντας ακόμα και τον ίδιο μας τον εαυτό και αυτό είναι βασικά απάτη.

Ο Σωκράτης προσπαθεί συνεχώς να κάνει στον εαυτό του κάθαρση και κάθε φορά ξαναγυρίζει στο μηδέν, γι’ αυτό έχει ασκηθεί, κάθε φορά να τα βάζει με τον εαυτό του, η δε σανίδα του για να μην το ξεχάσει είναι το ¨ουκ οίδα¨.  Έτσι είναι συνεχώς αθώος, καθάρεται χωρίς κόπο, γι’ αυτό κάνει συχνά αυτοσαρκασμό. Αυτοσαρκασμό κάνουν όσοι έχουν εσωτερικό διάλογο, όσοι καταφέρνουν να μην νομίζουν ότι αυτοί είναι και άλλοι δεν είναι. Τώρα πάμε ανάποδα: έστω ότι εγώ λέω γνωρίζω και εσύ λες ότι δεν γνωρίζω και το έχεις αποδεκτεί, τότε δεν έχουμε ισονομία, εγώ εσένα σε βλέπω σαν δάσκαλο. Από σένα λοιπόν θα πάρω  γνώσεις μια που θεωρώ ότι εσύ είσαι ανεβασμένος, εσύ θα με σώσεις, γιατί εγώ έτσι σε βλέπω, σαν σωτήρα μου, σαν μεσσία, σαν θεό και κάθε φορά που εγώ σε ανεβάζω στη συνείδηση μου κάθε φορά εγώ κατεβαίνω πιο κάτω. Καθώς κατεβαίνω όμως  ξεφορτώνω και τα φορτώνω σε σένα, γιατί εσύ ξέρεις, είσαι ο θεός μου και κάθε φορά που εγώ ξεφορτώνω ελαφραίνω, άρα γίνομαι τεμπέλης, αράζω, αφήνω εσένα το γνώστη, το θεό, να καθαρίσει. Εσύ βέβαια μπορεί να εξελιχθείς, αν εξελιχθείς, γιατί αν το πιστέψεις ότι είσαι θεός και τεμπελιάζεις, αν δεν κολακευτείς, έχεις κάποιες ελπίδες εξέλιξης.

Οι απάτες λοιπόν είναι εδώ δυο, η μια να προσπαθώ συνεχώς να το παίξω θεός, και η άλλη ο άλλος να με κάνει θεό και οι δυο είναι εξαπατούν, είτε με τη θελησή τους είτε όχι. Και στις δυο περιπτώσεις δεν έχουμε ισονομία, άρα και στις δύο περιπτώσεις ο Σωκράτης σε αφυπνίζει, σου λέει ότι είμαστε στο ίδιο καράβι, τραβάμε κουπί, δεν είμαι εγώ απ’ έξω και εσύ μέσα, αν σωθούμε θα σωθούμε και οι δυο, ατομική σωτηρία δεν υπάρχει.

Αυτός είναι ο λόγος που οι Έλληνες οδηγήθηκαν στην ισονομία που εξ αιτίας της δημιουργήθηκε ο Ελληνικός  πολιτισμός.

Οι περιπτώσεις λοιπόν είναι οι εξής και τις ξαναλέμε, γιατί είναι η βασική δομή της Ελληνικής σκέψης. Αν εγώ ξέρω και εσύ ξέρεις, δεν υπάρχει λόγος να συζητήσουμε. Αν εσύ ξέρεις και εγώ δεν ξέρω είναι η περίπτωση του θεού που βγάζει τεμπέληδες, θεούς και σοφιστές τύπου Θρασύμαχου. Η μοναδική  περίπτωση εξέλιξης είναι αυτή της ισονομίας, αυτή που έχει διάλογο. Αυτή είναι η θέση που και οι δυο  είναι στο ¨ουκ οίδα¨ και το έπαθλο είτε είναι αποτέλεσμα συζήτησης, είτε είναι αποτέλεσμα τέχνης, ή επιστήμης. Αυτό κατατίθεται στο κοινό για κοινή ωφέλεια και κοινό έλεγχο, γιατί το κέρδος της δουλειάς τους δεν είναι για αυτούς τους ίδιους, αλλά για την πολιτεία, για το κοινό, για τον άνθρωπο, για την κοινή θα λέγαμε σκέψη. Στην περίπτωση του διαλόγου αυτός γίνεται πάντα με μικρές συμφωνίες, ομολογίες, βαθμιδόν, και μόνο έτσι προχωρά και φτάνει στο τέλος. Η απόσταση μπορεί να είναι μεγάλη, αλλά οι μικρές συμφωνίες τον γεφυρώνουν.  Ο Σωκράτης δεν γυρίζει μόνο αυτός στο ¨ουκ οίδα¨ αλλά γυρίζει και όλους τους υπόλοιπους και αν η διαλεκτική συζήτηση δεν έχει αποτέλεσμα, οδηγείται δηλαδή σε αδιέξοδο, ο Σωκράτης έχει χαρεί τόσο πολύ την διαδικασία, τόσο πολύ τη διαδρομή, που ξαναγυρίζει πίσω με ευχαρίστηση και δεν δυσανασχετεί. Ακομα και στην διαδρομή της ζωής του πολλοί θαύμασαν την άρνηση του Σωκράτη να μετριάσει την ποινή του ή να δραπετεύσει. Τη γαλήνη του, τέλος, όταν έπινε το κώνειο, χωρίς αντίρρηση.

Τον Πλάτωνα όλοι τον ερμηνεύουν ο καθένας με τον τρόπο του. Από αυτό το φαινόμενο προκύπτουν παρά πολλές ερμηνείες και στο τέλος έχουμε αντί για ερμηνεία παρερμηνεία. Ο λόγος είναι απλός, γιατί για να κάνεις  κρίση στον Πλάτωνα πρέπει να έχεις ακολουθήσει την δική  του διαδικασία. Τότε και μόνο τότε θα μπορείς να τον κρίνεις και ίσως τον ξεπεράσεις, ίσως γίνεις ανώτερός του, γιατί τον πραγματικό διανοητή δεν τον κρίνεις με βάση τα τσιτάτα του, αλλά τη διαδικασία.

Ο Πλάτων σου δίνει την διαδικασία, την διαδρομή, όπως είπαμε παραπάνω, άλλοι δεν σου την δίνουν, όπως ο Αριστοτέλης που για να ελεγχθεί πρέπει να φτιάξεις διαδικασία εσύ ο ίδιος και εκεί θα δεις πώς φθάνεις  στο συμπέρασμα.

Εμείς δεν κάνουμε κρίση στον εαυτό μας, τον ερμηνεύουμε, άλλοι τώρα ερμηνεύουν εμάς. Για το ότι έχουμε πολλαπλές εικόνες, αυτές είναι στην ερμηνεία, στη κρίση είναι μόνο μια η εικόνα.

Τώρα ποια είναι αυτά που πρέπει να γνωρίζω σήμερα, και ποια πρέπει να αποφεύγω; Είναι χρήσιμα λ.χ. τα reality της τηλεόρασης ή μου κάνουν κακό και πρέπει να τα αποφεύγω; Αυτά είναι θέματα κρίσεως του εαυτού μας, πρέπει  να ξεφορτώνουμε τα άχρηστα, φορτώνοντας τα χρήσιμα, δηλαδή δεν γκρεμίζεις το κτίριο, βγάζεις ένα τούβλο, βάζεις ένα τούβλο, δηλαδή κάθε φορά λες γνωρίζω, δεν γνωρίζω, με αυτό τον τρόπο κάνεις κάθαρση και προχωράς με τη σωστή γνώση. Σε όλα αυτά η μόνη σανίδα είναι το ¨ουκ οίδα¨.

Ας κάνουμε τώρα μια επισήμανση στην Πολιτεία που αναφέρεται και στο Συμπόσιο. Η δουλειά που γίνεται στον έρωτα είναι φυσικό να γίνεται έτσι επειδή οι γνώμες για αυτόν είναι πολλές, έχει πολλές εκδοχές και διαφορετικές οπτικές σε σχέση με την ευρύτητα του φαινομένου. Σε όλες τις εκδοχές που βγάζει ο κάθε ένας από τους συνομιλητές, ο Πλάτων τους ρωτάει αν ο έρωτας είναι θεός ή όχι και αν δεν είναι θεός, τι είναι; Συνεργός θεού ή συνοδός θεού  και γενικά τι πράγμα είναι. Όλα αυτά τα κάνει εδώ ο Πλάτων γιατί ψάχνει να βρει την αιτία, τι είδους πράγμα είναι ο έρωτας, μήπως είναι συναίτιο, μήπως αίτιον αυτός ο ίδιος. Ο έρωτας, λέει, είναι ο αρχαιότερος και είναι αίτιος όλων των υπολοίπων. Σ’ αυτό το σημείο ο Αγάθων διαφωνεί, λέγοντας ότι είναι θεός και μάλιστα ο νεώτερος και ως τέτοιος είναι αγαστός και από θεούς και από ανθρώπους, και, επειδή είναι νέος, είναι ακόμα  απαλός και όμορφος. Ο Αριστοφάνης δεν τον αναφέρει καν ως θεό, αλλά ως μια δύναμη ανάμεσα στους ανθρώπους, ενδόμυχη. Όλη αυτή η εκδοχή αφορά τον έρωτα σαν αιτία γιατί ο Πλάτων μας δίνει μια πινακοθήκη εκδοχών στην εμφάνισή του. Στον Φαίδρο ο έρωτας  είναι θεός, είναι τιμιότατος και πρεσβύτατος και  είναι άνευ γονέων, θαυμαστός από θεούς και ανθρώπους. Στον Παυσανία δεν είναι θεός είναι συνεργός της θεάς.

Στον Ερυξίμαχο είναι όλα και θεός και συνεργός ακόμα και των μουσών συνοδός, αλλά δεν μιλάει ο γιατρός για τους γονείς του έρωτα, συμπληρώνει όμως τον Παυσανία λέγοντας ότι με την δύναμη που έχει είναι επιστάτης για όλο το σύμπαν. Ο Ερυξίμαχος τον θεωρεί και αυτός δύναμιν και στο τέλος τον ορίζει σαν θεό και τον λέει μάλιστα αίτιον θεών. Στο 193d επιβεβαιώνεται ότι, στον  Ερυξίμαχο και στον Αριστοφάνη είναι δύναμις ο Ερυξίμαχος τον αναφέρει ξανά ως δύναμιν συμπαντικήν, ενώ στον Αριστοφάνη είναι δύναμις ανθρώπινη και οι θεοί εδώ μάλλον τον φοβούνται.

Αυτές όλες είναι εκδοχές της αιτίας και πρέπει έτσι να το δούμε, γιατί η Διοτίμα κινείται στην περιοχή ή καλύτερα θα λέγαμε στο γένος της αιτίας, γιατί είναι αυτός που δημιουργεί τα μικτά, είναι δηλαδή η παρουσία της αιτίας στο μικτό, γιατί είχαμε πει ότι για να εμφανιστεί το μικτό έχουμε προηγουμένως πέρας και άπειρο που είναι τα συναίτια και έρχεται η αιτία από πάνω που είναι το μικτόν. Τα συναίτια κανουν τη μείξη που είναι ο έρωτας, γιατί μπορεί ο έρως να μην είναι η αιτία, αλλά η έκφραση της αιτίας, είναι δηλαδή όργανο.

Ο έρωτας  λοιπόν είναι δύναμις γιατί έχει μέσα του την τέχνη και τη μηχανή. Ο δημιουργός τώρα της τέχνης έχοντας μέσα του τον έρωτα είναι και αυτός δύναμη άρα ότι έχει μέσα του την τέχνη είναι δύναμη.

Το Συμπόσιο είναι έτσι γραμμένο για να μπορέσει να υποστεί φιλοσοφική επεξεργασία για να βγει κάτι από κει μέσα, γι’ αυτό και ο Πλάτωνας καταφεύγει σε  εκδοχολογία.

Ας ξαναγυρίσουμε στο σημείο που μιλάει ο Σωκράτης, είναι το μόνο σημείο σε ολόκληρο το Συμπόσιο που ο Σωκράτης ρωτάει δυο τρία  πράγματα τον Αγάθωνα εισαγωγικά, πριν την διαλεκτική συζήτηση που θα κάνει μετά με την Διοτίμα.  Ρωτάει λοιπόν τι είναι ο έρωτας, αν έχει κάποιο αντικείμενο, ως προς το τι είναι, αν έχει δηλαδή βέλος. Ρωτάει ακόμα αν έχει ιδιότητες. Πρώτα λέει είναι η απόκτηση, μετά η μονιμότητα  και τρίτη η τέλεια συνθήκη που είναι η δημιουργία, που τότε ανοίγεται ο κόσμος και έχεις την παντοτινή του αγαθού κατοχή.

Ο Σωκράτης λέει παρακάτω στον Αγάθωνα, ότι ο έρωτας δεν είναι θεός, γιατί δεν είναι ωραίος και αγαθός, έχει ένδεια του αγαθού, και ένας ενδεής δε μπορεί να είναι θεός, πρώτα δηλαδή τον κατεβάζει από θεό, για να μπορέσει αργότερα να τον κάνει δαίμονα στη Διοτίμα.

Ονομάζει την Διοτίμα ξένη γιατί  όλοι οι ξένοι κρίνουν αντικειμενικά, γιατί είναι απ’ έξω, δεν είναι Αθηναίοι, δεν έχουν επηρεασμούς. Ο Πλάτωνας  χρησιμοποιεί τον ξένο σε πολλούς διαλόγους ακριβώς γιαυτό το πράγμα για την αντικειμενικότητά τους.

Με τον έρωτα, λέει, ρισκάρεις, πάντα έχεις φόβο και όταν κάνεις άνοιγμα, τον άλλον δεν τον αποδέχεσαι αμέσως. Κάνεις μεν το άνοιγμα και βλέπεις στην προκειμένη περίπτωση που βρίσκεται ο άλλος, γιατί αν ο άλλος είναι κλεισμένος, ότι και να κάνεις κλεισμένος θα μείνει, αυτό θυμίζει λίγο εμπορική πράξη, ίσως οι Έλληνες την εμπορικότητα τους την οφείλουν εν πολλοίς στην ερωτική τους διάθεση και πάντα ως γνωστόν έκααναν  καλό εμπόριο με όλα τα λιμάνια.

Ας πάμε τώρα στην Πολιτεία, στο πρώτο βιβλίο να δούμε εκεί τον Θρασύμαχο. Αυτός εξετάζει την υπόθεση, ότι η αδικία βρίσκεται σίγουρα στην περιοχή της αρετής και επομένως η δικαιοσύνη βρίσκεται στην περιοχή της κακίας. Ο Σωκράτης δυσκολεύεται να απαντήσει και ο Θρασύμαχος του απαντά  ¨ότι εσένα δουλειά σου είναι να με ελέγξεις.¨

Έτσι ξεκινά τον έλεγχο ο Σωκράτης, κάνοντας αναγωγή σε άλλες έννοιες, αυτή η διαδικασία λέγεται αναγωγή μετ’ επαγωγής και η πρώτη έννοια είναι το πλέον έχειν, η πλεονεξία δηλαδή. Εδώ ο Σωκράτης κοιτάζει πώς θα διασυνδέσει τον δίκαιο και τον άδικο με την πλεονεξία. Ο δίκαιος  μας λέει δεν επιθυμεί να πλεονεκτήσει απέναντι του δικαίου, απέναντι του αδίκου, ενώ ο άδικος επιθυμεί να πλεονεκτήσει απέναντι και στους δυο και στον δίκαιο και στον άδικο. Ετσι ο δίκαιος θέλει να υπερτερεί μόνο απέναντι στον  ανόμοιό του και όχι στον όμοιό του. Ο Σωκράτης εισάγει έτσι την έννοια της ομοιότητας και την συνδέει  με την πλεονεξία.

 Τώρα σταματά να προσθέτει ομοιότητες και πάει να εξετάσει τον αγαθό και τον φρόνιμο σε σχέση με τον επιστήμονα και τον μη επιστήμονα. Ο γιατρός, λέει, δεν θέλει να υπερισχύσει έναντι του γιατρού, (γιατί ο γιατρός γνωρίζει), αλλά του μη γιατρού, άρα ο επιστήμονας  είναι φρόνιμος, ο μη επιστήμονας  είναι άφρονας.

Μετά ξαναγυρίζει στην πλεονεξία και λέει ότι ο επιστήμονας  δεν επιθυμεί να πλεονεκτήσει έναντι του άλλου επιστήμονα, ενώ ο μη επιστήμονας  θέλει να πλεονεκτεί απέναντι και του επιστήμονα και του μη επιστήμονα. Έτσι συνδέει τον επιστήμονα με την αγαθότητα και την σοφία, επειδή δεν πλεονεκτεί απέναντι στο όμοιο του.

Η βασική έννοια εδώ είναι η λέξη όμοιος και αυτό είναι αξίωμα που ο Θρασύμαχος δεν μπορεί να το παραβιάσει (με όποιον μοιάζει, όμοιος είναι ) και χρησιμοποιεί στην χαμηλότερη βαθμίδα την πλεονεξία, γιατί δεν μπορεί να πάει στην υψηλότερη που είναι η γνώση και η επιστήμη. Όλο αυτό δείχνει πόσο κομψή είναι η σκέψη όταν ξέρει πως να δουλέψει.

Σημαντικές για τον Πλάτωνα είναι οι έννοιες της ισότητας και της ομοιότητας και τις χρησιμοποιεί πολύ.

Ας δούμε όμως τώρα δυο άλλες έννοιες, τον ανταγωνισμό και την άμιλλα. Στον Κρίτωνα αναφέρει λοιπόν ότι  ¨αν θέλω να αντιμετωπίσω κάποιο θέμα χρησιμοποιώ μια σανίδα από την οποία κρατιέμαι και βλέπω αν οι άλλοι συμφωνούν με την σανίδα. Η γενική όμως σανίδα που όλοι πρέπει να συμφωνούν είναι η γνώση και η επιστήμη.¨

Στον Μένωνα που είναι ο διάλογος περί αρετής και αναμνήσεως  ρωτάει ο Μένωνας τον Σωκράτη ¨διδάσκεται η αρετή;¨ Αυτός του λέει, ¨πώς να σου απαντήσω αν πρώτα δεν ορίσουμε τι είναι αρετή;¨ Έτσι και εδώ αρχίζει ο διάλογος για να βρούνε πρώτα τις ιδιότητες του έρωτα και μετά να δούνε αν ισχύουν ή όχι. Μετά από αυτά προχωρούνε στη διαδικασία λέγοντας ότι, τρεις εκδοχές υπάρχουν, η αρετή, η δόξα και η επιστήμη. Τώρα εξετάζουν κάθε μια από αυτές αν διδάσκεται ή όχι. Η επιστήμη είναι διδακτή όποτε μπορεί να διαιωνιστεί, ή δόξα δεν διδάσκεται αλλά προσεγγίζεται με άλλο τρόπο και η τρίτη δηλαδή η αρετή είναι θείον Δώρο που δεν διδάσκεται. Μετά από αυτά μπορείς να κανείς συγκερασμούς αυτών των τριών, μπορείς ακόμα στη θεωρία της δόξας να προσθέσεις και την ιδέα της αναμνήσεως.

Η δόξα, λέει ο Πλάτωνας,  είναι κάτι που μπορεί να την ξέρεις αλλά να μην μπορείς να την διδάξεις. Όπως θα λέγαμε λ.χ. σήμερα, ξέρεις που είναι ένα σπίτι, εσύ ξέρεις να πας εκεί σε αυτή τη διεύθυνση, αλλά δεν ξέρεις πώς θα στείλεις κάποιον άλλο να πάει.

Η δόξα κόβεται στα δυο, ορθή δόξα δηλαδή ορθή γνώμη και φαύλη δόξα. Η τυθώ που λέει ο Παρμενίδης είναι ένα σκαλοπάτι πριν την αλήθεια, είναι η ορθή δόξα, για να μην την μπερδέψουμε με την φαύλη δόξα που χρησιμοποιούν οι σοφιστές. Λέει η Διοτίμα να μη θεωρούμε αναγκαστικά πως ό,τι δεν είναι καλό είναι κατ’ ανάγκη αισχρό. Κάτι υπάρχει μεταξύ των δυο και εκεί βάζει τον έρωτα, στα μεταξύ, που είναι πολλά, όπως η δόξα, και αλλά, τα οποία είναι τρίτον είδος. Αυτό το μεταξύ λέγεται από τον Πλάτωνα το τρίτον τι .

Ο Σωκράτης ρωτάει  άν ο έρωτας είναι θνητός. Ας δούμε τι λέει ο Παρμενίδης στο ποίημα του. Τη μια φορά ο Παρμενίδης λεει τους ανθρώπους θνητούς και τις άλλες τους λεει βρωτούς, η διαφορά μεταξύ των δυο είναι ότι ο βρωτός είναι αναλώσιμος, μη εξελιγμένος, ή καλύτερα θα λέγαμε ότι όταν ο βρωτός εξελιχθεί θα γίνει θνητός, δηλαδή ο θνητός είναι αναβαθμός του βρωτού και έτσι, μετά τον θνητό είναι ο αθάνατος.

Αναφέρει ο Παρμενίδης ¨θνητός συνάορος αθανάτων,¨ ο συνάορος είναι αυτός που μπορεί να συζευχθεί με τους αθάνατους, οι μεταξύ τους όμοροι, αυτό όμως δεν μπορούν  να το κάνουν οι βρωτοί, γιατί αυτοί συνορεύουν με τους θνητούς, όχι με τους αθάνατους. Επομένως ο δαίμων δεν είναι ούτε βρωτός, ούτε θνητός, είναι κάτι παραπάνω, είναι μεταξύ θνητού και αθάνατου, αποτελεί ξεχωριστό είδος. Αυτά αναφέρονται στο 202e, αυτός λοιπόν είναι ο αρμός που θα κάνει τον θνητό αθάνατο. Το συνάορος σημαίνει επίσης σύζυγος, συζευκτής, όμορος και γενικά είναι αρμός.

Για τους Έλληνες (Ηράκλειτος) τα πάντα είναι πλήρη, δεν υπάρχει κενό, σήμερα η κβαντομηχανική απέδειξε τον Ηράκλειτο. Οι Έλληνες πάντα προσπαθούν να βγάλουν το κενό από τη μέση ( Ηράκλειτος ) Ο Πλάτωνας  το βάζει, το γεμίζει, το συν-πληρεί, όπως θα έλεγε ο ίδιος, για να το κάνει έτσι  δεσμό. Ετσι γίνεται η δομή γιατί η δομή έχει τομή, έχει δεσμό.

Ας εξετάσουμε τώρα το μύθο του Πόρου και της Πενίας γονιών του έρωτα.  Εδώ ο Πλάτωνας  βάζει τη σύλληψη του έρωτα να γίνεται στη γιορτή που έκανε ο Δίας για να γιορτάσει τη γέννηση της Αφροδίτης. Ο Πλάτωνας  βάζει μέσα στον έρωτα την Αφροδίτη, γιατί θέλει να του προσδώσει κάλλος, το κάλλος είναι καθαρή ιδιότητα της Αφροδίτης.

Ο έρωτας είναι γόης. Ο γόης τώρα είναι ο φαρμακεύς, ο απατηλός, ο πλανήτης, αυτός που δένει δια μαγείας, ο εξαπατητής, από το ρήμα γοώ, όλα αυτά που κάνανε οι μάγοι στις φυλές γοούσαν, έβγαζαν κραυγές.

Στο Μένωνα λέει: ¨Μου κάνεις μάγια Σωκράτη, έτσι γεμίζω  απορίες, μοιάζεις με την νάρκη που ναρκώνει τους ανθρώπους  αν την αγγίξουν, και θέλεις να σε παρομοιάσω με τον Νάρκισσο.¨  Συνεχίζει λέγοντας στο Σωκράτη ο Μένων ότι ¨έχεις κερδίσει ότι νόμιζες ότι ήξερες, ενώ τώρα ξέρεις ότι δεν ξέρεις, δηλαδή γνωρίζεις ότι δεν γνωρίζεις.¨

Ας δούμε τώρα μια άλλη γοητεία στο μάγο. Αυτόν τον εμπιστεύεται ο κόσμος και αυτός κάνει τα μαγικά του σε κατάσταση ναρκώσεως, μέθης. Ο ασθενής , βρισκόμενος σε ένδεια ως προς την υγειά του, πάει στον μάγο και τον βλέπει σαν γιατρό και ο μάγος ασκεί ετσι την θεραπεία του. Σχετικά τώρα με την Διοτίμα και τον λοιμό, ο μάντης καλύπτει την ένδεια του ανθρώπου για πρόβλεψη γνώσης, γι’ αυτό και εμπιστεύεται το μάντη, έχει προδιάθεση πίστης και έτσι από την ένδεια πάει στην πληρότητα. Ο μάντης αναλαμβάνει το πρόβλημα. Ο εκάστοτε γιατρός ή μάγος ασκεί επάνω σου γοητεία γιατί τον εμπιστεύεσαι πλήρως, όποτε αυτός παίρνει την θέση του θεού και εμείς ησυχάζουμε.

Ο μεγαλύτερος γόης του πλήθους είναι ο σοφιστής ο οποίος παρασύρει και,  υποτίθεται, λύνει τις απορίες,  τον κάνουμε σωτήρα, του εναποθέτουμε   δικά μας προβλήματα, και έτσι εφησυχάζουμε. Ο Σωκράτης κάνει το αντίθετο, μας τονίζει ενισχύει τα προβλήματα και μας δίνει δύναμη να τα λύσουμε. Τότε είμαστε ο δυνατοί, αλλά οι περισσότεροι ένεκα τεμπελιάς φορτώνουν αλλού τα προβλήματά τους και βέβαια αυτά παραμένουν, δεν λύνονται.

Στο Σωκράτη κάνεις μια ερώτηση, αυτός σου κάνει άλλη μια από πάνω, έχεις ένδεια την όποια αυτός σου αυξάνει και σου λέει ότι τώρα ξέρεις, ότι δεν ξέρεις, σου κάνει συνεχώς κάθαρση. Ο Σωκράτης ξέρει να κάνει ερωτήσεις, είναι καλός στα ερωτικά, και αυτό είναι η γοητεία, γιατί κάθε φορά που σε ρωτάνε, εσύ θέλεις να φτιάχνεις καλύτερες απαντήσεις. Ο έρωτας σκοτώνεται, όταν δημιουργώντας  ερωτήματα, δεν παίρνουμε  απαντήσεις, γι’ αυτό και έρχεται  από την αρχή, όταν αρχίζουμε να έχουμε απορίες και περιμένουμε απαντήσεις, γιατί  οι άνθρωποι που δεν έχουν διάλογο δεν έχουν έρωτα.

Ας πάμε πάλι στη γιορτή του Δία προς τιμή της Αφροδίτης. Αυτά έγιναν στους κήπους του Διός. Ο Διός κήπος είναι εδώ ο ουρανός και ακόμα κήπος είναι  το γυναικείο αιδοίο. Ο Πόρος είναι γιος της Μήτιδας, που είναι η προσωποποίηση της  εξυπνάδας, έχει μέσα του το ¨μη¨ που ξεκινάνε όλες οι μηχανές μηχανεύομαι κ.λ.π  δηλαδή η ευπορία, η εξυπνάδα, ενώθηκε με την απορία και όλος αυτός ο μύθος είναι προσωπικός του Πλάτωνα, δεν υπάρχει αλλού.

Λέει ο Πλάτωνας παρακάτω για την τιθήνη, που λέγεται ακόμα χώρα, ή πλανώμενη αιτία και εννοεί χονδρικά την άμορφη ύλη, που κανείς δεν την έχει ορίσει, γιατί είναι πολύ δύσκολο να ορισθεί. Πάνω από την τιθήνη είναι οι ιδέες,  είναι αυτή που θα θρέψει τον σπόρο. Είναι αυτή η ενέργεια που θα κάνει το σπόρο να φυτρώσει. Η ίδια δεν έχει ουδεμία μορφή είναι, είναι το εκμαγείο όπως μας αναφέρει στον Τίμαιο και παίρνει κάθε φορά τη μορφή που θέλει ο δημιουργός. Είναι  η ύλη ως ύλη και μη έχουσα μορφή είναι αυτή που γεννάει τις  μορφές, γιατί αν είχε μορφή θα έδινε σε όλα τα πράγματα την δική της μορφή. Στις μορφές αυτή μπορεί και βάζει τις ύλες, αλλά έχει μια ιδιότητα ως πλανωμένη αιτία που ελάχιστα μπορεί να γίνει αντιληπτή. Την κάνει  έτσι να μην μπορεί να έρχεται σε επαφή με τις ιδέες. Αυτές τώρα οι ιδέες λειτουργώντας σαν σπέρμα, τις αναλαμβάνει η τιθήνη και φτιάχνει τις μορφές.


Στους Έλληνες υπάρχει ο μύθος των γηγενών, είναι αυτοί που ξεφυτρώσανε από την γη, όχι ως έμβρυα, αλλά τελειωμένοι άνθρωποι, πάνοπλοι. Αυτοί μη ακολουθώντας την αύξηση δεν ακολουθούν και την φθορά, δηλαδή η ύλη έχει μια ιδιότητα που πείθει τις ιδέες να μπορέσουν να ενωθούν μαζί της για να βγούν οι μορφές. Οι ιδέες κατά  Πλάτωνα είναι οι παρακάτω εν - πολλά, πέρας - άπειρον, αίτιον -  μικτόν, όλον – μέρος, ταυτό – έτερον και άλλες . Η τιθήνη πια έχει μια μηχανικότητα που εμείς χονδρικά την λέμε κίνηση και αυτή είναι που δημιουργεί.

Η ιδέα μέρος - όλον δεν έχει κανένα νόημα από μόνη της, αποκτά νόημα όταν την βάζουμε μέσα στη δομή. Όταν λ.χ. λέω ότι το τραπέζι είναι ένα όλον που μέρη του είναι τα πόδια, έτσι και μόνο ετσι η ιδέα μέρος – όλον αποκτά νόημα. Την τιθήνη που είπαμε παραπάνω την αναπτύσσει ο Πλάτωνας στον Τίμαιο.

 Άρα ο Πόρος είναι ο θεϊκός, ο από πάνω, αυτός θα τροφοδοτήσει την απορία με το σπέρμα και θα δημιουργηθεί ο έρωτας.  Ο έρωτας  τώρα ένεκα της μητέρας του απορεί πάντα, ένεκα δε του πατέρα του μηχανεύεται και μόνο με την τιθήνη εξηγείται, πως πλανεύτηκε ο μηχανευτής  Πόρος και ξεγελάστηκε από την Απορία πώς δηλαδή η Απορία, μηχανεύτηκε και ξεγέλασε το μηχανευτή Πόρο.  Ο Πλάτωνας  παντού βάζει την έννοια της μηχανής και αυτό είναι βασικό για την ανθρώπινη σκέψη, γιατί έτσι ο άνθρωπος δεν έχει ποτέ  αδιέξοδα. Ο έρωτας είναι πρώτα από όλα πένης, ούτε αγαθός και καλός, όπως είπε ο Αγάθων, είναι ανυπόδητος και άοικος (δεν έχει σπίτι ), στην ουσία ο έρωτας ζητεί να στεγαστεί, είναι χαμεπετής αεί ον και άστρωτος ( δεν έχει στρώμα), επί θύραις και εν οδοίς  υπαίριος  κοιμώμενος, αεί ενδεία ξύνοικος, ανδρείος ων και ίτης και σύντονος, αεί τινάς πλέκων μηχανάς. Δηλαδή για να γίνει δύναμις ο έρως και να φτάσει στο στόχο του πρέπει να είναι σύντονος, να μπορεί να συντονίζει όλες του τις  δυνάμεις να στοχεύουν, να εστιάζουν, στο στόχο. Ο έρωτας  σαν έννοια είναι δαίμων, είναι στα μεταξύ, αυτοί τώρα που έχουν τον έρωτα μέσα τους είναι δαιμόνιοι, όπως ο Αλκιβιάδης κατέδειξε τον Σωκράτη, ο Σωκράτης ως φέρων τον έρωτα είναι δαιμόνιος, όπως και η Διοτίμα.

Στην Πολιτεία ο Πλάτωνας  μιλάει για την ζωή για τον βίο και ακόμα  για τον επέκεινα βίον. Αυτός λέει, την ίδια μέρα που πεθαίνει, την ίδια ξαναζεί, οδηγείται στον επέκεινα βίον και γυρίζει πίσω, δηλαδή μηχανεύεται την άριστη τομή και προσπαθεί να τη φέρει στον εδώ βίον, άρα η γνώση προέρχεται από ένα σύρε και έλα ανάμεσα στον εδώ βίο και στον επέκεινα. Η θεωρία της  αναμνήσεως του Πλάτωνα είναι στην ουσία ο θάνατος. Ο θάνατος δεν είναι ένα συμβάν που ορίζεται σαν σημείο φθοράς αλλά ορίζεται σαν σημείο υπερβάσεως. Η θεωρία της αναμνήσεως αναλύεται στην τετρατομία (γραμμή) του Πλάτωνα και βέβαια έχει το υπερβατικό μέσα της.

Ο διάλογος του Συμποσίου είναι διάλογος περί υπερβάσεως. Όταν θα υπάρξει σε σένα η αλήθεια, θα έχεις περάσει σε άλλη διάσταση και η αλήθεια δεν υπάρχει περίπτωση να χαθεί πλέον. Εκεί στην άλλη διάσταση το ψευδές έχει χαθεί. Τον έρωτα ο Πλάτωνας  τον ξεκολλά από τον χώρο της ανάγκης για να τον πάει παραπάνω στον λόγο της  υπέρβασης. Η χρεία είναι αυτό που βρίσκεται μεταξύ της ανάγκης και του λόγου, είναι το μεταίχμιο, είναι μια ανάγκη που κάτι της λείπει.

Μετά από αυτά αποκτάς την ευδαιμονία που είναι η απόκτηση αγαθών και η μόνιμη κατοχή τους, όλα είναι χάριν αυτού και αυτό είναι το τέλος, δεν πάει παραπέρα, είναι η γνώση και η αλήθεια στον κόσμο της, δεν υπάρχει το αισχρό. Η ευδαιμονία είναι από την λέξη δαίμων που θα πει γνώστης.

Ας επισκοπήσουμε πλέον μερικές σκέψεις για το ον. Στο 205b μας αναφέρει το παράδειγμα της ποίησης, δίνει τον ορισμό της ποίησης, εκ του μη όντος τω όντι….. ποίηση λέει ο Συκουτρής, εκ του μη όντος δίνεται δυο φορές στον Σοφιστή και έχουμε μη ον – ον και εδώ έχουμε γέννηση, ενώ στον Παρμενίδη λέει το μη ον, είναι ανόλεθρον, αγέννητον, άρα οι δυο τους δεν λένε το ίδιο πράγμα. Ο Ηράκλειτος λέει, αυτόν τον κόσμον ούτε θεός ούτε άνθρωπος εποίησε. Ο Ηράκλειτος το ον το έχει αγέννητο δηλαδή υπάρχει αεί. Αυτό που λέμε στην καθημερινότητά μας (αυτά που λες είναι εκ του μη όντος) προέρχεται από τον Παρμενίδη.

Κάτι τώρα που είναι αγέννητο, δηλαδή δεν έχει ποιητή, δεν έχει γεννήτορα, είναι το μη ον του Παρμενίδη. Το άλλο, αντίθετα, το γεννημένο έχει και αιτία και γεννήτορα. Την αιτία του την έδωσε ο ποιητής που το δημιούργησε, άρα το δημιουργηθέν, πριν δεν υπήρχε, ήταν μη ον, ο δημιουργός του έδωσε την αιτία και το κατεσκεύασε, και εδώ έχουμε δυο κατηγορίες.

Ο Πλάτων στον Τίμαιο μας μιλάει για δημιουργό, για υλικά με τα οποία κτίζει κόσμον αλλά αυτός ο δημιουργός είναι γεννημένος ο ίδιος, γι’ αυτό κινδυνεύει από την έπ’ άπειρον αναγωγή: κάποιος άλλος είναι πίσω του και ούτω καθ εξής. Υπάρχει όμως και κάτι που είναι αδημιούργητο και αυτό το λέει πρώτη αρχή: Είναι αυτό που παρέχει όλες τις ιδέες. Η τσάντα που πριν κατασκευασθεί δεν υπήρχε, είναι αυτή ίδια το μη ον, δεν είναι το μη ον, το αντίθετο του όντος.

Εύ πράττωμεν.

                                                         

                                     ΣΚΕΨΕΙΣ  :    ΦΑΙΔΩΝΑ ΦΙΟΡΕΝΤΖΗ
 
 
 
                                                     fiorentzis@ath.forthnet.gr