Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


             ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ  ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ  ΣΚΕΨΕΙΣ 1

 

Η ελευθερία της σκέψης γεννιέται μέσα στον ελεύθερο χρόνο, δηλαδή έξω από τον χρόνο τον οποίο διαθέτουμε για τα προς το ζην αναγκαία ( ή τις ανάγκες της ζωής). Και μάλιστα γεννιέται σε μιαν ιδιαίτερη στιγμή του ελεύθερου χρόνου, όταν θαυμάζουμε ένα αντικείμενο επειδή μας ελκύει αυτό καθαυτό, χωρίς εκείνη την στιγμή να σκεπτόμαστε την χρήση την οποία τυχόν μπορούμε να του κάνουμε για κάποιον σκοπό.

Για παράδειγμα, όταν είμαστε πεινασμένοι και δούμε μια μηλιά, ένεκα της ανάγκης μας σκεπτόμαστε πώς θα φθάσουμε να κόψουμε και να φάμε τα μήλα της. Δηλαδή δεν βλέπουμε το δένδρο ως ον(τότητα), αλλά ως ‘πράγμα’ προς χρήση για κάποιο σκοπό που μας επιβάλλει η ανάγκη και είναι αυτή που κατευθύνει την σκέψη μας. Αν μάλιστα η πείνα μας είναι μεγάλη, βια-ζόμαστε να σκεφθούμε πώς θ’ αρπάξουμε το μήλο και το καταπίνουμε βια-στικά  ώστε δεν απολαμβάνουμε μήτε καν την γεύση του. Όσο  μεγαλύτερη λοιπόν είναι η ανάγκη  τόσο περισσότερη βία επιβάλλει και απαγορεύει την απόλαυση.

Όμως αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος που βλέπουμε ένα δένδρο. Αν δεν πεινάμε, τότε είναι πολύ πιθανό η μηλιά να ελκύσει το βλέμμα μας και να σκεφθούμε «Τι ωραίο δένδρο!». Εκείνη τη στιγμή είμαστε ελεύθεροι από την βία της ανάγκης. Βλέπουμε το δένδρο ως οντότητα και απολαμβάνουμε το κάλλος της επειδή η σκέψη μας  κατευθύνεται από μιαν επιθυμία την οποία έχει, κατά ιδιαιτερότητα, μόνον ο άνθρωπος. Την επιθυμία προς το ωραίο. Μας ελκύει το κάλλος. Έτσι όταν θαυμάζουμε, αγγίζουμε με το βλέμμα μας φιλικά το αντικείμενο ενώ η σκέψη μας με έκπληξη και απορία, χαίρεται να το εξετάζει. Το εξετάζουμε γιατί επιθυμούμε να το γνωρίσουμε. Όσο μεγαλύτερη γνώση αποκτούμε τόσο περισσότερο το απολαμβάνουμε. Μας αρέσει να απολαμβάνουμε. Μας αρέσει τόσο πολύ ώστε κάποιοι φθάνουν να παραμελούν τα προς το ζην αναγκαία χάριν της ηδονής που τους χαρίζει η ενασχόληση με το αντικείμενο που θαυμάζουν.

Από το παράδειγμά μας γίνεται φανερό ότι στον άνθρωπο υπάρχουν δύο είδη οπτικής, τα οποία δεν είναι μόνον διαφορετικά αλλά και αντίθετα μεταξύ τους. Κατ’ αναλογία διαμορφώνονται και δύο τρόποι σκέψης. Στην πρώτη περίπτωση, η ανάγκη ασκεί βία στον άνθρωπο και εκείνος βιάζει τον εαυτό του και ασκεί βία στο αντικείμενο. Στη δεύτερη περίπτωση, η επιθυμία του κάλλους δημιουργεί δεσμό φιλίας μεταξύ ανθρώπου και αντικειμένου, οπότε είναι φυσικό ότι αντί της βίας, παρουσιάζεται η γνωστική απόλαυση. Αυτού του είδους η αντίθεση δημιουργεί μιαν αντινομία η οποία κάνει φανερό ότι μέσα στον άνθρωπο συγκρούονται δύο φύσεις και εξηγεί γιατί ο άνθρωπος προβάλλει ως το αγριότερο και συνάμα το πλέον αβρό από όλα τα όντα. Αν όμως σταθούμε ως θεατές της σύγκρουσης και υποθέσουμε ότι η σύγκρουση αυτή δεν θα είναι αιώνια, τότε δεν θα βρούμε ανάμεσά μας κανένα ο οποίος να μην προτιμά ο νικητής να είναι η φύση μας που επιθυμεί το ωραίο. Κανείς μας δεν θέλει να είναι δέσμιος τής ανάγκης όταν μάλιστα διαπιστώνει ότι εξ αιτίας της γεννιέται και αναπαράγεται η βία, ενδεικτικό όλων των μορφών τής ασχήμιας. Η συμφωνία μας στην εκλογή της φύσης του Ωραίου δείχνει ότι ο άνθρωπος αν και γεννήθηκε στον χώρο τής ανάγκης, επιθυμεί να δραπετεύσει. Και είναι το μόνο όν το οποίο έχει την πιθανότητα να το πετύχει διότι με εχέγγυο τον θαυμασμό ήδη δραπετεύει στον ελεύθερο χρόνο. Γιαυτό η φύση τής ανάγκης φοβάται και δεν περιορίζεται στις πραγματικές ανάγκες αλλά γεννά και πλήθος φανταστικών αναγκών ώστε να μειώνει  τον ελεύθερο χρόνο, και έτσι να εμποδίζεται η δράση της άλλης φύσης του ανθρώπου που μηχανεύεται την ελευθερία του.

Το παράδειγμα του δένδρου δεν είναι το μόνο που δεικνύει άμεσα την φύσει σχέση του ανθρώπου με το κάλλος, υπάρχουν και πλήθος άλλα σε κάποια από τα οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω για να βοηθηθούμε στην εξέταση της ελεύθερης σκέψης. Και είναι πολλά διότι τα αντικείμενα τα οποία προκαλούν τον θαυμασμό είναι πάμπολλα, φυσικά και τεχνητά, αισθητά και νοητά, όπως ένα δένδρο, μια μηχανή, ένας άνθρωπος, η δικαιοσύνη. Υπάρχει λοιπόν κάλλος μέσα σε τόσα πολλά και ποικίλα;! Αυτό θα το εξετάσουμε αργότερα. Επί του παρόντος, μιλώντας γενικά για την σχέση του ανθρώπου με τα αντικείμενα που προκαλούν τον θαυμασμό του, σημειώνουμε μόνον την ιδιαιτερότητα του κάλλους. Το κάλλος φύεται, υπάρχει, παρουσιάζεται ‘έξω’ από τα όρια του χώρου της Ανάγκης και ο άνθρωπος έχει την ιδιότητα να βλέπει το κάλλος σε πολλά αντικείμενα και να το εξετάζει μόνον όταν ελευθερώνεται από την Ανάγκη.  

Ένεκα αυτής της ιδιαιτερότητας, είτε ο χρόνος που διαθέτουμε για το ωραίο είναι λίγος ή πολύς, είτε η γνώση μας περί του ωραίου είναι μικρή ή μεγάλη, ένα είναι βέβαιο ότι σε αυτόν το χρόνο και για αυτή τη γνώση η σκέψη μας αποδεσμεύεται από τα στενά όρια που της επιβάλλει η ανάγκη, υπερβαίνει τα όρια και από δούλη γίνεται ελεύθερη. Επομένως κάθε αντικείμενο όταν το θαυμάζουμε ένεκα του κάλλους, γίνεται γνωστικό αντικείμενο της ελεύθερης σκέψης.

Όμως, όταν  η σκέψη υπερβαίνει τα όρια της ανάγκης για να γνωρίσει κάτι ωραίο, δεν αρκείται στις δυνάμεις που έχει για να εξυπηρετεί τον χώρο της ανάγκης, αναπτύσσει δυνάμεις νέες και πολύ ισχυρότερες. Ο θαυμασμός γεννιέται γιατί το ωραίο προβάλλει ένα πλήθος απορίες που για να απαντηθούν η σκέψη εφορμά αναπτύσσοντας τις δυνάμεις της. Και βέβαια όσο περισσότερο ελεύθερο χρόνο της διαθέτουμε τόσο περισσότερο γίνεται διεισδυτική έως και πολυμήχανη προκειμένου να μάθει να σκοπεύει, να ιχνηλατεί και να ανευρίσκει το ωραίο. Αν μάλιστα φθάσει να αποκτήσει τα κατάλληλα γνωστικά όπλα τότε ο άνθρωπος αποκτά και την δύναμη να κατασκευάζει το ωραίο.

Η ελεύθερη σκέψη λοιπόν, έχει το εξαιρετικό προσόν ότι δύναται να αναπτύξει γνωστικές δυνάμεις που υπερβαίνουν τον χώρο της ανάγκης και επομένως ανοίγει τον ορίζοντα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Έχει και δεύτερο προσόν. Ακριβώς επειδή η ελεύθερη σκέψη στοχεύει στο ωραίο, ο άνθρωπος που αγαπά να της χαρίζει χρόνο συνηθίζει το ωραίο και αποστρέφεται κάθε τι το άσχημο. Η συν-ήθεια του ωραίου είναι αιτία γέννησης του Ήθους. Ο άνθρωπος που αγαπά το ωραίο, έχει ήθος, επομένως δεν θέλει να πράξει κάτι άσχημο.

Με άλλα λόγια, η Αισθητική της ελεύθερης σκέψης θέτει το θεμέλιο του Ήθους.

Η σπουδαιότητα του ήθους είναι μεγάλη, διότι όταν το ήθος απουσιάζει, καλείται η ηθική, η οποία βρίθει αντιφάσεων, να γίνει κριτής του πράττειν – ακόμη και της επιστήμης! 

Έχοντας τα δύο ανωτέρω προσόντα, η ελεύθερη σκέψη δύναται να αναπτύξει και ένα τρίτο προσόν. Να ορίσει ποία είναι η ορθή χρήση του αντικειμένου η οποία έχει ως αποτέλεσμα την χρησιμότητα, και ποία είναι η άσχημη χρήση του η οποία έχει ως αποτέλεσμα την χρηστικότητα. Η διαφορά των δύο ειδών χρήσεως είναι ουσιώδης διότι η χρησιμότητα συνάδει με το ωραίο ενώ η χρηστικότητα καταστρέφει τη σχέση του ανθρώπου με το ωραίο. Κατέχοντας αυτή την γνώση, η ελεύθερη σκέψη δύναται να στραφεί προς τον χώρο της ανάγκης, να επεμβαίνει και να τον διευθετεί εις τρόπον ώστε οι ανάγκες να ικανοποιούνται επαρκώς χωρίς να παρεμποδίζουν την θέα του ανοικτού ορίζοντα προς το Ωραίο. Είναι απαραίτητο να κρατηθεί ανοικτός αυτός ο ορίζοντας διότι μόνον έξω από τον χώρο της Ανάγκης και μέσα στον τόπο του Κάλλους, ο άνθρωπος δύναται να παιδευθεί εν ελευθερία ώστε να γίνει αληθινός δημιουργός.

Διαθέτοντας αυτά τα τρία προσόντα, η σκέψη παρουσιάζεται να έχει τόση δύναμη κάλλους ώστε γίνεται η ίδια αντικείμενο θαυμασμού και μάλιστα το πρώτιστο, αφού ένεκα της δύναμής της ο άνθρωπος γνωρίζει όλα τα ωραία και έτσι, ως γνώστης με ήθος, ποιεί τα ωραία και γίνεται ο ίδιος ωραίος.

Θαυμάζοντας και γνωρίζοντας τούτη τη δύναμη του ανθρώπου, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αναγορεύουν την μελέτη για την ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης, σε Επιστήμη και συνομολογούν ότι αυτή οφείλει τη γέννησή της στον ελεύθερο χρόνο, την ‘σχόλην’ όπως τον ονομάζουν, και στον θαυμασμό.

Και βέβαια η επιστημονική σπουδή αναπτύσσει εξαιρετικά τα προσόντα τής ελεύθερης σκέψης, αλλά για να φθάσουμε να πιστέψουμε την σπουδαιότητά αυτής τής επιστήμης και να μετέχουμε σε αυτή στο μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να εξετάσουμε διεξοδικότερα τη σχέση τής ελεύθερης σκέψης με το κάλλος διότι εκεί φανερώνεται άμεσα και ευκολότερα ο χαρακτήρας της που είναι ο ίδιος και στον άνθρωπο που κατέχει την επιστήμη της και σε εκείνον που δεν την κατέχει.

Ας συνεχίσουμε λοιπόν την ερευνητική καταγραφή τής ένεκα του κάλλους σχέσης του θαυμασμού ανθρώπου και αντικειμένου, μιας και μεγάλοι διανοητές μας ειδοποίησαν για την δύναμή της ενώ εμείς, εντελώς αστόχαστα, λίγη σημασία τής δίνουμε.

                                                                            

                                                                                    ΦΙΟΡΕΝΤΖΗΣ ΦΑΙΔΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου